Τι σημαίνει το apoio στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης apoio στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apoio στο πορτογαλικά.
Η λέξη apoio στο πορτογαλικά σημαίνει στήριξη, υποστήριξη, υποστήριξη, στήριξη, συμπαράσταση, στήριγμα, υποστήριγμα, στήριγμα, υποστήριξη, εξυπηρέτηση, υποστήριξη, στήριξη, υποστήριξη, στήριξη, ενίσχυση, ενθάρρυνση, δεκανίκι, στήριγμα, υποστήριξη, στήριξη, αυτό που σε βοηθάει να φτάσεις ψηλά, υποστήριξη, στήριξη, υποστηρικτής, στήριγμα, ενισχύσεις, στήριγμα, στήριγμα, υποστήριξη, προώθηση, έγκριση, αποδοχή, έγκριση, βοήθεια, αρωγή, συνδρομή, στήριγμα, ενίσχυση, ενδυνάμωση, προώθηση, προαγωγή, οικονομική ενίσχυση, οικονομική υποστήριξη, οικονομική στήριξη, ενθάρρυνση, βάση, βάση, σημείο όπου μπορεί να στηριχθεί το πόδι, στήριγμα κεφαλιού, δεύτερη φωνή, πάτημα, κέντρο εξυπηρέτησης, στήριγμα κεφαλής, επιδότηση, επιχορήγηση, σημείο που μπορώ να κρατηθώ με τα δάχτυλα των ποδιών, οικονομική ενίσχυση, οικονομική υποστήριξη, οικονομική ενίσχυση, ολοκληρωτική υποστήριξη, ηθική συμπαράσταση, αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια, κυβερνητική υποστήριξη, τραγουδιστής που κάνει φωνητικά, αφοσίωση πελατών, οργάνωση ατόμων με αναπηρία, χτύπημα του μπατόν, κρατική μέριμνα, κρατική στήριξη, κρατική ενίσχυση, κρατική υποστήριξη, ομάδα υποστήριξης, προσωπικό υποστήριξης, γραφείο ευρέσεως εργασίας, κοινωνική φούσκα, υποστηρίζω, βρίσκω πάτημα για το πόδι μου, λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτ, φέρων, τεχνικός Η/Υ, ολοκληρωτική υποστήριξη, συσπειρώνομαι γύρω από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης apoio
στήριξη, υποστήριξηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Há muito apoio popular ao movimento de comida orgânica. Υπάρχει μεγάλη στήριξη από τον κόσμο για το κίνημα βιολογικών τροφίμων. |
υποστήριξη, στήριξη, συμπαράστασηsubstantivo masculino (ψυχολογική βοήθεια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O apoio da família durante o divórcio foi importante para ele. Η βοήθεια της οικογένειας του όταν πήρε διαζύγιο, ήταν σημαντική για αυτόν. |
στήριγμα, υποστήριγμαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O suporte cedeu e o telhado caiu. Το στήριγμα (or: υποστήριγμα) υποχώρησε και η οροφή έπεσε. |
στήριγμαsubstantivo masculino (ajuda financeira) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Seu filho foi um grande suporte para ela em seus últimos dias. |
υποστήριξη, εξυπηρέτησηsubstantivo masculino (informática: suporte técnico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se não conseguir consertar sozinho, você precisa chamar o suporte técnico. |
υποστήριξη, στήριξηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O grupo anti-armas conta com o apoio de milhares de pessoas na cidade. |
υποστήριξη, στήριξηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενίσχυση, ενθάρρυνσηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Χρησιμοποίησε το καλό φαγητό σαν ενίσχυση για την καλή συμπεριφορά του σκύλου σου. |
δεκανίκι(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Eu acho que você está usando sua religião como apoio. Θεωρώ πως χρησιμοποιείς τη θρησκεία σου για δεκανίκι. |
στήριγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) William estava apoiado num angulo precário, usando o encosto de uma cadeira como apoio para evitar que ele caia. Ο Ουίλλιαμ έγερνε προς τα πίσω σε μια επικίνδυνη γωνία, χρησιμοποιώντας το πίσω μέρος της καρέκλας ως στήριγμα για να μην πέσει. |
υποστήριξη, στήριξηsubstantivo masculino (candidatura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O partido está unido em seu apoio a este candidato. Το κόμμα είναι ομόφωνο στην υποστήριξη αυτού του υποψηφίου. |
αυτό που σε βοηθάει να φτάσεις ψηλάsubstantivo masculino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Jackie usou uma pilha de livros como apoio para alcançar a prateleira de cima. Η Τζάκι χρησιμοποίησε μια στοίβα βιβλία για σκαλάκι για να φτάσει στο ψηλότερο ράφι. |
υποστήριξη, στήριξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υποστηρικτήςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στήριγμαsubstantivo masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενισχύσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Quando o policial percebeu que não conseguiria controlar a situação sozinho, ele pediu apoio. Όταν ο αστυνομικός συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, κάλεσε ενισχύσεις. |
στήριγμαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στήριγμαsubstantivo masculino (para os pés) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Traga o apoio de pé aqui para que eu possa pôr meus pés. |
υποστήριξη, προώθησηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έγκριση(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lucy ficou aliviada de ter o aval do seu chefe para o projeto. Η Λούσυ ανακουφίστηκε με την έγκριση του αφεντικού της για το πρότζεκτ. |
αποδοχή, έγκριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O presidente tem a aprovação da vasta maioria dos cidadãos da nação. Ο πρόεδρος έχει την αποδοχή της ευρείας πλειοψηφίας των πολιτών του έθνους. |
βοήθεια, αρωγή, συνδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στήριγμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando a mãe dele morreu, Bebe foi a âncora de Dexter. |
ενίσχυση, ενδυνάμωση(figurativo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προώθηση, προαγωγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικονομική ενίσχυση, οικονομική υποστήριξη, οικονομική στήριξη
Nossa peça conta com o patrocínio (or: apoio) do homem mais rico da cidade. |
ενθάρρυνσηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Com o apoio de seus professores, Martha conseguiu entrar na faculdade. Με τη στήριξη της δασκάλας της, η Μάρθα κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο. |
βάσηsubstantivo masculino (figurado: posição) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βάση(lugar seguro para pés) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σημείο όπου μπορεί να στηριχθεί το πόδι(alpinismo) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στήριγμα κεφαλιού(descanso para a cabeça acolchoado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεύτερη φωνή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πάτημα(para subida segura) (αναρρίχηση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κέντρο εξυπηρέτησης(apoio técnico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στήριγμα κεφαλής
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επιδότηση, επιχορήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σημείο που μπορώ να κρατηθώ με τα δάχτυλα των ποδιώνsubstantivo masculino (escalada) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
οικονομική ενίσχυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικονομική υποστήριξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικονομική ενίσχυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ολοκληρωτική υποστήριξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηθική συμπαράσταση(apoio emocional) Ο φίλος μου έπρεπε να δει έναν ειδικό για τον καρκίνο και πήγα μαζί του για ηθική συμπαράσταση. Ο πατέρας του Μπαρτ του παρείχε ηθική συμπαράσταση παρακολουθώντας όλους τους αγώνες μπάσκετ που συμμετείχε. |
αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυβερνητική υποστήριξη(suporte financeiro governamental) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραγουδιστής που κάνει φωνητικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os cantores de apoio estavam ótimos no concerto. |
αφοσίωση πελατών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
οργάνωση ατόμων με αναπηρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτύπημα του μπατόν(ato de tocar o solo com vara de esqui) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κρατική μέριμνα, κρατική στήριξη, κρατική ενίσχυση, κρατική υποστήριξη(subsídio ou financiamento governamental) |
ομάδα υποστήριξης(reunião de pessoas para ajuda mútua) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσωπικό υποστήριξης(empregados provendo reparo ou assistência) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γραφείο ευρέσεως εργασίας(BRA) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοινωνική φούσκαsubstantivo masculino (pandemia) (εν καιρώ πανδημίας) |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρίσκω πάτημα για το πόδι μουexpressão (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depois de cair até a metade, ele conseguiu um apoio para o pé e começou a escalar de novo. |
λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φέρωνlocução adjetiva |
τεχνικός Η/Υ(computador) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ολοκληρωτική υποστήριξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συσπειρώνομαι γύρω από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apoio στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του apoio
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.