Τι σημαίνει το apontar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apontar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apontar στο πορτογαλικά.

Η λέξη apontar στο πορτογαλικά σημαίνει δείχνω, ξύνω, βλέπω, κοιτάζω, σημαδεύω, σκοπεύω, σημαδεύω, κατευθύνω, κάνω αιχμηρό, δείχνω, δείχνω, υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω, στοχεύω, γνέφω, βγάζω, στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω, ξεχωρίζω, τείνω, σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, κατευθύνομαι προς, στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτ, στοχεύω, σημαδεύω, στοχεύω με κτ σε κπ, σημαδεύω, σκοπεύω, επισημαίνω, παρατηρώ, σημαδεύω, στοχεύω, παρατηρώ, σημειώνω, παρατηρώ, σημειώνω, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, δείχνω, δείχνω, τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε, δείχνω το δρόμο, αποκαλύπτω την αλήθεια, κατηγορώ, δείχνω με το δάχτυλο, δείχνω κτ με το δάχτυλο, δείχνω με το δάχτυλο κτ, πυροβολώ, φωτίζω, κατηγορώ, αποτελώ απόδειξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apontar

δείχνω

verbo transitivo (indicar posição)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela apontou para mostrar onde nós deveríamos ficar.
Μας έδειξε που έπρεπε να σταθούμε.

ξύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O lápis de Tara estava sem ponta, então ela o apontou.
Το μολύβι της Τάρας ήθελε ξύσιμο και έτσι το έξυσε.

βλέπω, κοιτάζω

(voltar-se para certa direção)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A casa deles aponta para o mar.
Το σπίτι βλέπει τη θάλασσα.

σημαδεύω, σκοπεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levante a arma, aponte e atire.

σημαδεύω

verbo transitivo (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não aponte essa faca para mim.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είμαι έτοιμος να στρέψω το όπλο μου εναντίον όποιου μου επιτεθεί.

κατευθύνω

verbo transitivo (direcionar) (κάποιον σε/προς κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela nos apontou a porta.
Μας έδειξε την πόρτα.

κάνω αιχμηρό

verbo transitivo (lápis)

You need to point your pencils.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μπορείς, σε παρακαλώ να ξύσεις το μολύβι;

δείχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O garotinho apontou para o céu, seguindo um avião com seu dedo.
Το μικρό αγόρι έδειξε προς τον ουρανό, ακολουθώντας ένα αεροπλάνο με το δάχτυλό του.

δείχνω

(μεταφορικά: κτ ή ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todas as evidências apontam para que ele seja culpado pelo assassinato.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι ένοχος για τον φόνο.

υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A evidência aponta para uma clara tentativa de roubar os bens.
Οι αποδείξεις υποδηλώνουν μια ξεκάθαρη απόπειρα κλοπής των αγαθών.

στοχεύω

verbo transitivo (uma arma)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O jovem pegou sua arma, olhou o soldado inimigo e apontou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έπιασε το όπλο του, κοίταξε τον εχθρό και στόχευσε.

γνέφω

verbo transitivo (προς κτ, δείχνοντας κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγάζω

verbo transitivo (dente de bebê) (δόντια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O bebê chorou a noite toda quando seus dentes apontaram, e seu pobre pai também não conseguia dormir.
Το μωρό έκλαιγε όλη νύχτα όταν έβγαζε δόντια και ούτε ο καημένος ο πατέρας του δεν μπορούσε να κοιμηθεί.

στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω

verbo transitivo (artilharia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As armas foram todas apontadas aos soldados inimigos.

ξεχωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Figuras importantes do partido apontaram o jovem senador como um possível futuro presidente.

τείνω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beryl apontou seu dedo para o homem: "É ele". Adrian estendeu a cabeça para fora da janela para ver melhor.

σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stephen apontou (or: mirou) com cuidado e preparou-se para atirar.
Ο Στίβεν στόχευσε (or: σημάδεψε) προσεκτικά κι ετοιμάστηκε να πυροβολήσει.

κατευθύνομαι προς

verbo transitivo (alvo, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτ

verbo transitivo

O soldado apontou (or: mirou) o seu rifle e atirou.
Ο στρατιώτης στόχευσε (or: σημάδεψε) με το όπλο του και πυροβόλησε.

στοχεύω, σημαδεύω

verbo transitivo (fazer pontaria) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele apontou a flecha em direção ao alvo.
Έστρεψε το βέλος προς το στόχο.

στοχεύω με κτ σε κπ

verbo transitivo (fazer pontaria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O homem apontou sua arma ao refém e depois atirou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σημάδεψε με το όπλο τον όμηρο και πυροβόλησε.

σημαδεύω, σκοπεύω

(apontar uma arma)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επισημαίνω, παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O guia turístico indicava os monumentos históricos quando o ônibus passava por eles.
Ο ξεναγός επισήμανε τα ιστορικά μνημεία καθώς το λεωφορείο περνούσε από μπροστά τους.

σημαδεύω, στοχεύω

(apontar uma arma) (με όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρατηρώ, σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Aquilo foi muito corajoso," observou John.
«Ήταν πολύ θαρραλέο,» παρατήρησε ο Τζον.

παρατηρώ, σημειώνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen observa que estão atrasados.
Η Έλεν παρατηρεί πως έχουν αργήσει.

Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

(usado para começar uma corrida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!

interjeição (στρατός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

δείχνω

verbo transitivo (guiar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle indicou o prédio comercial onde ele trabalha.
Ο Κάιλ έδειξε το κτίριο γραφείων όπου δουλεύει.

δείχνω

verbo transitivo (indicar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O termômetro mostrava doze graus.

τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω το δρόμο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκαλύπτω την αλήθεια

locução verbal (σε εξαπατηθέντα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατηγορώ

(acusar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando o dinheiro desapareceu, meus colegas todos apontaram dedos os dedos para mim.

δείχνω με το δάχτυλο

locução verbal (apontar com o dedo indicador)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αυτός ήταν, είπε ο μάρτυρας, δείχνοντας με το δάχτυλο τον εναγόμενο.

δείχνω κτ με το δάχτυλο, δείχνω με το δάχτυλο κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela apontou para os doces na prateleira.
Έδειξε με το δάχτυλο τα γλυκά στο ράφι.

πυροβολώ

(tentar atirar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φωτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O técnico apontou o holofote para o ator.
Ο τεχνικός φώτισε τον ηθοποιό.

κατηγορώ

(acusar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτελώ απόδειξη

(ser evidência para)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apontar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.