Τι σημαίνει το voltar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης voltar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voltar στο πορτογαλικά.
Η λέξη voltar στο πορτογαλικά σημαίνει με πλημμυρίζουν, γυρίζω, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, ξαναπάω, γυρίζω πίσω, ανατρέχω σε κτ, γυρίζω πίσω, επιστρέφω σωρηδόν, κάνω come back, ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ, επιστρέφω σε κπ, επαναφέρω, γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ, επιστρέφω, ξανάρχομαι σε κπ, ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτ, πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσω, επιστρέφω, επιστρέφομαι, γυρνώ πίσω, γυρίζω πίσω, επιστρέφω, έχω στο στόμα μου τη γεύση από κτ, επιστρέφω στην προγούμενη θέση, επανέρχομαι, υποτροπιάζω, επιστρέφω σε πρότερη κατάσταση ή συνήθεια, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, επιστρέφω στην αρχική θέση, επιστρέφομαι, επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτ, επιστρέφω, κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου, επανέρχομαι, επιστρέφω, αναδύομαι, ξαναπαίρνω, γυρίζω προς κτ, πλησιάζω κρυφά κπ/κτ, στρέφομαι, ανακαλώ, δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη, χωρίς γυρισμό, επιστροφή στις ρίζες, τραπεζική εντολή, αθέτηση, υπαναχώρηση, προσγειώνομαι, ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο, ξαναβρίσκω τη φόρμα μου, δεν κρατάω το λόγο μου, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, γυρίζω το χρόνο πίσω, γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσω, ανασταίνομαι, γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, επιστροφή στη βάση, επιστρέφω αμέσως, ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, επανέρχομαι στο κανονικό, συνέρχομαι γρήγορα, φτάνω μέχρι, γυρίζω τον χρόνο πίσω, κτ με στοιχειώνει, πηγαινοέρχομαι, επαναδεσμεύομαι, γυρίζω γρήγορα, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, επιστρέφω από, υποχωρώ, ενδίδω, θυμάμαι, δίνω αναφορά σε κπ, δίνω λογαριασμό σε κπ, επιστρέφω, συνεχίζω, στρέφομαι προς, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, επιστρέφω, επανέρχομαι, ανακάμπτω, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, αντιφάσκω, αθετώ, συνέρχομαι, πάω προς τα πίσω, επιστρέφω, γυρίζω, γυρνάω μπούμερανγκ, επιστρέφω σε κτ, οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, γυρνάω μπούμερανγκ σε κπ, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω πίσω, κάνω πίσω, παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, επαναφέρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης voltar
με πλημμυρίζουνverto intransitivo (à memória) (οι αναμνήσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu voltei do escritório às 6:30 da tarde. Γύρισα από το γραφείο περίπου στις 6:30 μ.μ. |
ξαναπάω, ξαναπηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Franco deixou a carteira em casa e teve que voltar para pegar. Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει. |
ξαναπάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Visitei minha tia na Grécia ano passado e mal posso esperar para voltar! Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω. |
γυρίζω πίσω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O montanhista estava exausto, mas recusava-se a voltar. Ο ορειβάτης είχε εξαντληθεί αλλά αρνήθηκε να γυρίσει πίσω. |
ανατρέχω σε κτ
|
γυρίζω πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Γύρισε την ταινία στην αρχή εκείνης της συζήτησης. |
επιστρέφω σωρηδόν
|
κάνω come back(ao sucesso) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Em 2013, o cantor pop voltou com seu álbum mais vendido. Το 2013 ο ποπ τραγουδιστής έκανε come back με ένα άλμπουμ που έσπασε ρεκόρ πωλήσεων. |
ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ
Gostaria de voltar a Paris um dia. Θα μου άρεσε να ξαναπάω στο Παρίσι κάποια μέρα. |
επιστρέφω σε κπ
|
επαναφέρω(μια κατάσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu voltei à versão anterior do programa e ele funcionou bem. |
γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ
Gina decidiu voltar para o marido e tentar fazer o relacionamento funcionar. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Ελένη ξαναγύρισε στον πρώην άντρα της. |
επιστρέφω(voltar para) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Espero que ele volte logo. Ελπίζω να γυρίσει σύντομα. |
ξανάρχομαι σε κπ(figurado, memória) (η ανάμνηση) O nome do filme repentinamente voltou para mim. Ξαφνικά ξαναθυμήθηκα το όνομα της ταινίας. |
ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sheila voltou a usar drogas. Η Σίλα ξανακύλησε στα ναρκωτικά. |
πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No Reino Unido, os relógios voltam um hora no fim do Horário de Verão Britânico. |
επιστρέφωverbo transitivo (aparecer novamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meus pesadelos estão voltando de novo. |
επιστρέφομαι(figurado, informal) (ακάλυπτη επιταγή) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O cheque voltou, pois ele não tinha saldo suficiente na conta. |
γυρνώ πίσω, γυρίζω πίσωverbo transitivo |
επιστρέφω(σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos voltar ao assunto que mencionamos mais cedo. |
έχω στο στόμα μου τη γεύση από κτ(informal, má digestão) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστρέφω στην προγούμενη θέση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επανέρχομαι(για να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποτροπιάζω, επιστρέφω σε πρότερη κατάσταση ή συνήθεια(regressar, reverter) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω(começar a voltar, retornar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστρέφω στην αρχική θέση(elástico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστρέφομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu e-mail retornou para mim poque eu digitei errado o endereço. Το email επέστρεψε σε μένα, επειδή πληκτρολόγησα λάθος τη διεύθυνσή σου. |
επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτ(reverter para: uma condição anterior) Depois do jantar, retornei aos meus estudos. Μετά το βραδυνό επέστρεψα στη μελέτη μου. |
επιστρέφω(ir de voltar à) (κάπου, σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu sempre retorno à cidade na qual cresci. Συχνά γυρίζω στην πόλη που μεγάλωσα. |
κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επανέρχομαι, επιστρέφω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναδύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξαναπαίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γυρίζω προς κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Virem-se todos para suas telas. Por favor, virem-se para a direita para ver o monumento. Γυρίστε όλοι προς τις οθόνες σας. Παρακαλώ γυρίστε προς τα αριστερά για να δείτε το μνημείο. |
πλησιάζω κρυφά κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρέφομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sua mente está voltada para o futuro. Η ματιά της στρέφεται στο μέλλον. |
ανακαλώ(κάτι που είπα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς γυρισμόexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι καλές μέρες έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. |
επιστροφή στις ρίζες(revisitar as origens de algo) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Este romance é um retorno às raízes do gênero. |
τραπεζική εντολήexpressão verbal (tornar-se hostil) |
αθέτηση, υπαναχώρησηexpressão verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσγειώνομαιexpressão verbal (ser realista) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Προσγειώθηκε απότομα όταν αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά για πρώτη φορά. |
ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείοexpressão (figurativo) (μεταφορικά: κατάσταση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hoje eu começo a trabalhar novamente na empresa onde tive meu primeiro emprego; sinto que minha carreira voltou ao ponto inicial. |
ξαναβρίσκω τη φόρμα μουexpressão (informal: preparo físico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν κρατάω το λόγο μουexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janice voltou na palavra dada de me ajudar a cozinhar. |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Não acredito que você, meu próprio irmão, vai voltar atrás na promessa de me emprestar dinheiro. |
γυρίζω το χρόνο πίσωexpressão verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσωexpressão (figurado: restaurar juventude) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανασταίνομαιexpressão (figurativo - fazer sucesso de novo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτιexpressão verbal |
πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτιexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστροφή στη βάση(voltar para casa) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ταξίδεψα τον κόσμο για εννέα χρόνια και τώρα έχω επιστρέψει στη βάση μου. |
επιστρέφω αμέσως
|
ξαναμπαίνω σε πρόγραμμαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασίαexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επανέρχομαι στο κανονικόexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνέρχομαι γρήγορα(voltar rapidamente ao normal) Ο δάσκαλος έπιασε τον Τζέιμς να ονειροπολεί, αλλά συνήλθε γρήγορα. |
φτάνω μέχριexpressão verbal (tempo: voltar) (χρόνος: στο παρελθόν) |
γυρίζω τον χρόνο πίσωexpressão verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κτ με στοιχειώνειexpressão (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαινοέρχομαι(longas distâncias) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Moro na periferia, demoro 2 horas para ir e voltar do trabalho. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δουλεύω απ' το σπίτι τώρα, οπότε δε χρειάζεται πια να πηγαινοέρχομαι. |
επαναδεσμεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γυρίζω γρήγορα
|
στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι(tornar-se hostil com) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστρέφω από(voltar de) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όταν επέστρεψα από τις διακοπές μου είχα ένα σοβαρά έγκαυμα. |
υποχωρώ, ενδίδω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Apesar da evidência, ele se recusou a voltar atrás. Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει). |
θυμάμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω αναφορά σε κπ, δίνω λογαριασμό σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστρέφω, συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu adoraria falar mais, mas preciso voltar ao trabalho agora. Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου. |
στρέφομαι προς(voltar-se para, recorrer a) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσειςexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσειςexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela voltou à consciência com amônia. Την συνέφεραν με αρωματικά άλατα. |
επιστρέφω, επανέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανακάμπτωexpressão (figurativo - recuperar de uma doença sério) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Após o bypass triplo, ele voltou dos mortos e agora está vivendo uma vida ativa. |
επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασίαexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιφάσκω(figurado: ir contra algo dito antes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνέρχομαι(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O paciente recuperou a consciência logo após a operação dele. Ο ασθενής συνήλθε γρήγορα μετά την εγχείρηση. |
πάω προς τα πίσω(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Guilherme sente que sua carreira está voltando para trás. |
επιστρέφω, γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Seria legal voltar a minha cidade de nascimento um dia. |
γυρνάω μπούμερανγκ(gíria) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστρέφω σε κτ
Algumas pessoas acham que deveríamos voltar a um sistema de troca em vez usar de dinheiro. Μερικοί πιστεύουν ότι θα πρέπει να επιστρέψουμε στην ανταλλακτική οικονομία αντί να έχουμε χρήματα. |
οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ(figurado) (μτφ: σε/σχετικά με κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαιexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estávamos nos dando bem, e então de repente ele se voltou contra mim. Τα πηγαίναμε καλά μεταξύ μας και μετά ξαφνικά στράφηκε εναντίον μου. |
γυρνάω μπούμερανγκ σε κπ(gíria) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστρέφω σε κτ
Ted parece ter voltado a seus maus hábitos de beber e jogar. Ο Τεντ φαίνεται να επέστρεψε στις κακές συνήθειες του ποτού και του τζόγου. |
γυρίζω πίσω
|
κάνω πίσωexpressão verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω τον δρόμο της επιστροφής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επαναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voltar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του voltar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.