Τι σημαίνει το arranhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arranhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arranhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη arranhar στο πορτογαλικά σημαίνει γρατζουνάω, γρατζουνώ, γδέρνω, ξύνω, χώνω τα νύχια μου, μπήγω τα νύχια μου, γδέρνω, τρίβομαι, γρατζουνάω, γρατζουνώ, γρατζουνάω, γρατζουνώ, γρατζουνάω, γρατζουνώ, ξύνω, γδέρνω, γδέρνω, σημαδεύω, γδέρνω, γρατζουνώ, γρατζουνίζω, γδέρνω, παίζω, χαλάω, γδέρνω, ξύνω, γρατζουνάω, γρατζουνώ, μιλάω βραχνά, χαράζω, εξετάζω επιφανειακά, χαράσσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arranhar

γρατζουνάω, γρατζουνώ, γδέρνω, ξύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen arranhou o carro dela tentando entrar numa vaga pequena demais.
Η Έλεν έγδαρε το αυτοκίνητό της προσπαθώντας να μπει σε έναν χώρο στάθμευσης που παραήταν μικρός.

χώνω τα νύχια μου, μπήγω τα νύχια μου

(σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γδέρνω

(arranhar a pele)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A bala arranhou a bochecha dele.
Η σφαίρα του έγδαρε το μάγουλο.

τρίβομαι

verbo transitivo (marcha)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mudar a marcha sem cuidado sempre fazia com que a marcha arranhasse no carro velho.

γρατζουνάω, γρατζουνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu gato me arranhou enquanto eu estava brincando com ele.
Ο γάτος μου με γρατζούνησε όταν έπαιζα μαζί του.

γρατζουνάω, γρατζουνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os gatos às vezes arranham a mobília.
Οι γάτες μερικές φορές γρατζουνάνε τα έπιπλα.

γρατζουνάω, γρατζουνώ

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O bebê panda irritado arranhava seu cuidador.
Το επιθετικό μικρό πάντα νύχιασε τον φροντιστή του.

ξύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Imogen arranhou o rosto de Neil com suas unhas.

γδέρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carl tentou estacionar em uma vaga muito pequena e arranhou a lateral do carro.
Ο Καρλ προσπάθησε να μπει σε μια θέση πάρκινγκ που ήταν υπερβολικά μικρή και γρατζούνισε τη μία πλευρά του αυτοκινήτου του.

γδέρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anne arranhou seu cotovelo quando caiu de sua bicicleta.
Η Ανν έγδαρε τον αγκώνα της όταν έπεσε από το ποδήλατο.

σημαδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gato arranhou a perna da mesa com as unhas.
Η γάτα σημάδεψε το πόδι του τραπεζιού με τα νύχια της.

γδέρνω, γρατζουνώ, γρατζουνίζω

verbo transitivo (arranhar alguma coisa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O garoto esfolou o cotovelo ao cair da bicicleta.

γδέρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os espinhos arranharam a carne das mãos desprotegidas dele.

παίζω

(tocar instrumento) (έγχορδο όργανο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O acidente estragou a pintura.

γδέρνω, ξύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim raspou numa caixa de correio enquanto ele passeava na bicicleta dele e quase caiu.
Ο Τζιμ έξυσε ένα γραμματοκιβώτιο καθώς περνούσε με το ποδήλατό του και παραλίγο να πέσει.

γρατζουνάω, γρατζουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A raposa cavoucou na terra da entrada da toca do coelho.
Η αλεπού σκάλισε το χώμα στην είσοδο της φωλιάς του λαγού.

μιλάω βραχνά

(figurado)

χαράζω

(fazer ranhuras em)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξετάζω επιφανειακά

expressão verbal (figurado, examinar superficialmente)

χαράσσω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Irritada ao ver um carro estacionado em cima da calçada, Audrey o arranhou com chave.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arranhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.