Τι σημαίνει το arrastar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης arrastar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arrastar στο πορτογαλικά.
Η λέξη arrastar στο πορτογαλικά σημαίνει σέρνω, σύρω, τραβάω, τραβώ, σέρνομαι, μεταφέρω με τη βία, απομακρύνω κπ δια της βίας, κουβαλάω, κρέμομαι, μπλέκω,ανακατεύω, λέω αργά, συμπαρασύρω, παρασέρνω, σέρνω, σύρω, σέρνω κπ σε κτ, γρατζουνάω, γρατζουνίζω, σέρνω μαζί,κουβαλάω, απομακρύνω, σέρνω, σέρνω, φέρνω, παρατείνω, συγχρονίζω, σέρνω, τραβάω, τραβώ, σέρνομαι, περνώ αργά, σέρνομαι, που σέρνεται, περπατώ αργά, περπατώ μέσα σε κτ, τραβάω, συνεχίζω, μπαίνω σε κτ, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, προχωράω αργά αλλά σταθερά, σέρνομαι, τρέχω ένα γύρο, προχωράω αργά, περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά, κινούμαι άγαρμπα, σιγοπερπατώ, σουλατσάρω, διασύρω, σέρνω τα πόδια μου, περπατάω βαριά, σέρνομαι, μπαίνω έρποντας, προχωράω αργά, βγαίνω έρποντας, σέρνω με αλυσίδα, χώνομαι κάτω από κτ, περπατάω καμπουριαστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης arrastar
σέρνω, σύρωverbo transitivo (κυριολεξία, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cíntia arrastou a grande cadeira pelo quarto. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έσουρε το μπαούλο στην άκρη. |
τραβάω, τραβώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não pare de puxar, mesmo se ficar cansado. |
σέρνομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela não teve vontade de fazer nada, só se arrastou o dia inteiro. |
μεταφέρω με τη βίαverbo transitivo (fazer andar à força) |
απομακρύνω κπ δια της βίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο αστυνόμος απομάκρυνε δια της βίας έναν από τους διαδηλωτές. |
κουβαλάωverbo transitivo (levar: algo pesado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρέμομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπλέκω,ανακατεύωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω αργάverbo transitivo (falar de modo lento) |
συμπαρασύρω, παρασέρνωverbo transitivo (líquido: levar junto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σέρνω, σύρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos arrastar a estante pesada pelo quarto em vez de carregá-la. |
σέρνω κπ σε κτverbo transitivo (figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γρατζουνάω, γρατζουνίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σέρνω μαζί,κουβαλάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σέρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O avião estava arrastando um grande letreiro. Το αεροπλάνο έσερνε ένα μεγάλο πανό. |
σέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul puxou um veado que ele alvejou para seu carro. Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του. |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρατείνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não vamos prolongar a reunião mais do que o necessário. Ας μην παρατείνουμε τη συνέλευση περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται. |
συγχρονίζω(anglicismo;cronobiologia: sincronizar) (βιολογία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σέρνω, τραβάω, τραβώverbo transitivo (com esforço) (δεν το σηκώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σέρνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu não sabia que minha encharpe arrastava-se pelo chão. Agora está imunda! Δεν ήξερα πως το κασκόλ μου σερνόταν στο πάτωμα. Τώρα είναι μέσα στη βρώμα! |
περνώ αργάverbo pronominal/reflexivo (informal, figurado) (χρόνος) O filme começa a se arrastar na segunda metade. Η ταινία σέρνεται στο δεύτερο μισό της. |
σέρνομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O velho arrastou-se pela estrada. |
που σέρνεταιverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περπατώ αργάverbo pronominal/reflexivo (andar a custo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπατώ μέσα σε κτverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραβάωverbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O filme de três horas se arrastou. Η τρίωρη ταινία δεν είχε τελειωμό. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω σε κτ
|
κινούμαι με βραδύτητα μέσα απόverbo pronominal/reflexivo (figurado, mover-se com dificuldade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προχωράω αργά αλλά σταθεράverbo pronominal/reflexivo (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σέρνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A saia do vestido longo de Sally arrastava-se pelo chão. Ο ποδόγυρος του μακριού φουστανιού της Σάλι σερνόταν στο πάτωμα. |
τρέχω ένα γύρο(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προχωράω αργάverbo pronominal/reflexivo (figurado, mover-se lentamente) |
περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κινούμαι άγαρμπαverbo pronominal/reflexivo O homem obeso arrastava-se pela rua. |
σιγοπερπατώ, σουλατσάρωlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διασύρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σέρνω τα πόδια μουexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O velho arrastou os pés pela rua. Ο ηλικιωμένος άνδρας έσυρε τα πόδια του κατά μήκος του δρόμου. |
περπατάω βαριά
|
σέρνομαιexpressão verbal (arrastar os pés de alguém na aproximação) (μτφ: σέρνω τα πόδια μου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω έρποντας(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προχωράω αργά(mover ou avançar devagar) |
βγαίνω έρποντας
Βγήκε έρποντας από τον υπνόσακό της για να δει αν ήταν αρκούδα που έκανε όλο τον θόρυβο έξω από τη σκηνή της. |
σέρνω με αλυσίδαexpressão (ειδικά για ξυλεία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώνομαι κάτω από κτlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περπατάω καμπουριαστόςlocução verbal |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arrastar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του arrastar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.