Τι σημαίνει το arreglar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arreglar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arreglar στο ισπανικά.

Η λέξη arreglar στο ισπανικά σημαίνει αποκαθιστώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, επιδιορθώνω, επισκευάζω, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, διορθώνω, επισκευάζω, επιδιορθώνω, ευπρεπίζω, καλλωπίζω, διορθώνω, κανονίζω, σενιάρω, κανονίζω κπ/κτ να κάνει κτ, φτιάχνω, συμμαζεύω, περιποιούμαι, φροντίζω, φτιάχνω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ, στήνω, στήνω, αποφασίζω, προξενεύω, κάνω κράτηση, παίρνω φόρμα, κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί, φτιάχνω, κανονίζω, φτιάχνω, τακτοποιώ, φτιάχνω, επισκευάζω, στρώνω, φτιάχνω, διορθώνω, επιδιορθώνω, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, διακοσμώ, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, ενορχηστρώνω, ισορροπώ, οργανώνω, τακτοποιώ, στάιλινγκ, φτιάχνω, στήνω, προσπαθώ να μειώσω τους πόντους που σκοράρει η ομάδα μου, λύνω κτ μέσω της συζήτησης, τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω, τακτοποιώ, διευθετώ, ντύνω, τα ξαναβρίσκω με κπ, φτιάχνω τα μαλλιά μου, βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξη, έχω ράμματα για τη γούνα κπ, εξοφλώ, τακτοποιώ, πληρώνω, προκαθορίζω, περιποιούμαι, διορθώνω, επανορθώνω, φτιάχνω, επισκευάζω, επιδιορθώνω, φτιάχνω, τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, στολίζω, φτιασιδώνω, εξοφλώ τα χρέη μου, τα βρίσκω, σουλουπώνω, κλείνω παλιούς λογαριασμούς, κανονίζω να κάνω κτ, διορθώνω το κακό που προκάλεσα σε κπ, χτενίζω, ξεκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ, διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arreglar

αποκαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los dos amigos se habían peleado pero Melanie pudo arreglar su relación haciéndolos hablar.

συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quiero ordenar antes de que lleguen los invitados.
Θέλω να συμμαζέψω πριν φτάσουν οι καλεσμένοι.

επιδιορθώνω, επισκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La silla estaba rota pero Ian la pudo reparar con pegamento para madera.
Η καρέκλα ήταν σπασμένη, αλλά ο Ίαν κατάφερε να την επιδιορθώσει (or: επισκευάσει) χρησιμοποιώντας κόλλα για ξύλο.

συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me llevó tres horas ordenar la habitación.
Μου πήρε τρεις ώρες να συγυρίσω αυτό το δωμάτιο.

διορθώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισκευάζω, επιδιορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will arregló su bicicleta usando varias herramientas pequeñas.
Ο μαθητής διόρθωσε τα λάθη στην έκθεσή του.

ευπρεπίζω, καλλωπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julia arregló la habitación antes de que llegasen las visitas.

διορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tendrás que encontrar la manera de arreglar tu anterior comportamiento.

κανονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σενιάρω

verbo transitivo (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prefiere llegar tarde que salir sin arreglarse.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι ωραίο να σενιάρεις παιδάκια για διαγωνισμούς ομορφιάς.

κανονίζω κπ/κτ να κάνει κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτιάχνω, συμμαζεύω

verbo transitivo (για αντικείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi suegra viene a cenar, así que debo arreglar un poco la casa.

περιποιούμαι, φροντίζω, φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mientras Fred se arreglaba la barba, Jane se vestía.
Όσο ο Φρεντ περιποείτο τα γένια του η Τζέιν ντυνόταν.

ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de la muerte, su hijo arregló sus asuntos.
Μετά τον θάνατό του ο γιος του διευθέτησε (or: τακτοποίησε) τις υποθέσεις του.

στήνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acusaron al político de arreglar las elecciones.
Κατηγόρησαν τον πολιτικό ότι έστησε τα αποτελέσματα των εκλογών.

στήνω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arreglaron la elección y el candidato del gobierno ganó por amplio margen.
ΟΙ εκλογές ήταν στημένες και ο κυβερνητικός υποψήφιος κέρδισε εύκολα.

αποφασίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mañana a las 2 pm. ¡Ya está arreglado!
Αύριο στις 2 μ.μ. λοιπόν. Έκλεισε!

προξενεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κράτηση

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arreglé un montón de actividades para esta semana.

παίρνω φόρμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu peinado se arreglará bien si usas este fijador.

κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El estilista arregló el pelo de la mujer maravillosamente.

φτιάχνω, κανονίζω

(καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Bien que te arreglará cuando se entere de esto!

φτιάχνω, τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jemima se arregló el pelo antes de salir.

φτιάχνω, επισκευάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Intenta arreglar el aparato para que funcione de nuevo antes del mediodía.

στρώνω, φτιάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se arregló el pelo después de bajar de la montaña rusa.

διορθώνω, επιδιορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El zapatero remendó los zapatos de Tracy.
Ο τσαγκάρης επιδιόρθωσε τα παπούτσια της Τρέισι.

νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενορχηστρώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El grupo rebelde orquestó un golpe de estado.

ισορροπώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οργανώνω, τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucas está organizando sus libros.
Ο Λούκα τακτοποιεί τα βιβλία του.

στάιλινγκ

(pelo)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Peinar es mi parte favorita del oficio de peluquero.

φτιάχνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ajustaremos su chaqueta tan pronto el sastre esté disponible.

στήνω

(coloquial) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπαθώ να μειώσω τους πόντους που σκοράρει η ομάδα μου

(un partido) (στημένος αγώνας)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λύνω κτ μέσω της συζήτησης

(por medio del diálogo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jen y su esposa van a terapia para intentar resolver sus diferencias.

τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τακτοποιώ, διευθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi hijo necesita poner en orden la ropa en el clóset.
Ο γιος μου πρέπει να τακτοποιήσει τα ρούχα στην ντουλάπα.

ντύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lisa vistió elegante a su hija con un lindo vestido.
Η Λίζα έντυσε την κόρη της με ένα όμορφο φόρεμα.

τα ξαναβρίσκω με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi amigo y yo nos peleamos, pero ya arreglamos las cosas.

φτιάχνω τα μαλλιά μου

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tengo que ir al peluquero para que me arregle el pelo (or: cabello).

βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξη

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tendrás que arreglar tus cosas antes de embarcarte en un proyecto tan ambicioso.

έχω ράμματα για τη γούνα κπ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Tengo que arreglar cosas con vos! ¿Te olvidaste de alimentar al gato?

εξοφλώ, τακτοποιώ, πληρώνω

locución verbal (informal) (λογαριασμό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si me prestas el dinero, arreglaré cuentas contigo la próxima semana.

προκαθορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mucho antes de la boda, la pareja concertó de antemano su luna de miel.

περιποιούμαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανορθώνω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Perdón por lo que te hice. ¿Cómo puedo arreglar las cosas?

φτιάχνω, επισκευάζω, επιδιορθώνω

locución verbal (cosa) (αυτό που έχει τρύπα ή σκίσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desde que arreglé el agujero de la pared ya no hay ratones en la casa.

φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arreglaremos la sala de estar con cortinas nuevas y una nueva alfombra.
Επισκεύασε το σπίτι της για να το πουλήσει.

τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω

locución verbal (coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para acabar de arreglar el día, se me pinchó una rueda de camino a casa.

στολίζω, φτιασιδώνω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξοφλώ τα χρέη μου

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Necesitas arreglar cuentas con nosotros antes de que podamos enviarte una nueva orden.

τα βρίσκω

(AR) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Puedes pagar tú? Luego arreglaremos cuentas.

σουλουπώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω παλιούς λογαριασμούς

(μεταφορικά)

κανονίζω να κάνω κτ

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No te he visto en mucho tiempo. Deberíamos arreglar para hacer algo.
Δεν σε έχω δει εδώ και πολύ καιρό. Θα πρέπει να κανονίσουμε να κάνουμε κάτι.

διορθώνω το κακό που προκάλεσα σε κπ

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando dejó la bebida, decidió arreglar las cosas con aquellos a quienes había lastimado con su adicción.

χτενίζω

(για στυλ μαλλιών)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκαθαρίζω

(μια υπόθεση, ένα θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta disputa lleva ya mucho tiempo, deberían reunirse y tratar de arreglar sus diferencias.

ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ

locución verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voy a arreglar cuentas con los rufianes que trataron de golpearme.

διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ

locución verbal (κάτι με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No me voy a sentir mejor hasta que no arregle las cosas con mi hermano.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arreglar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.