Τι σημαίνει το assegurar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης assegurar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assegurar στο πορτογαλικά.
Η λέξη assegurar στο πορτογαλικά σημαίνει διαβεβαιώνω, διασφαλίζω, εξασφαλίζω, ασφαλίζω, εξασφαλίζω κτ σε κπ, προστατεύω, προφυλάσσω, επιβεβαιώνω, εγγυώμαι, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, επιβεβαιώνω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, εγγυώμαι, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, εφαρμόζω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, εξασφαλίζω, βλέπω, διαβεβαιώ, διαβεβαιώνω, εξασφαλίζω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι ότι κάνω κτ, διαβεβαιώνω, εξασφαλίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης assegurar
διαβεβαιώνω(κπ, κπ ότι/πως) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O guia de turismo garantiu ao grupo que eles poderiam ver baleias do bote. Ο ξεναγός διαβεβαίωσε το γκρουπ πως θα μπορούσαν να δουν τις φάλαινες από το πλοίο. |
διασφαλίζω, εξασφαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O contrato garante o perdão da dívida em caso de morte. Το συμβόλαιο διασφαλίζει τη διαγραφή του χρέους σε περίπτωση θανάτου. |
ασφαλίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξασφαλίζω κτ σε κπverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Seu jeito alegre garantiu a ela calorosas boas-vindas na nossa casa. |
προστατεύω, προφυλάσσω(proteger de ataque) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβεβαιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Νομίζω το δείπνο είναι στις έξι, αλλά θα πάρω τη Μέρη για να το επιβεβαιώσω. |
εγγυώμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μπορώ να εγγυηθώ για την τιμιότητά του. Του εμπιστεύομαι ακόμη και τα κλειδιά του σπιτιού μου. |
βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως είχα πάρει ότι χρειαζόμουν, έριξα όμως μια τελευταία ματιά στη λίστα μου για να βεβαιωθώ. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(cheque) |
επιβεβαιώνω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η δασκάλα μέτρησε κεφάλια για να επιβεβαιώσει ότι όλοι οι μαθητές της ήταν παρόντες. |
εγγυώμαι(κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εφαρμόζω(lei, regra) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O diretor da escola fazia cumprir as regras sem abrir nenhuma exceção. Ο διευθυντής εφάρμοσε τους κανόνες χωρίς να κάνει καθόλου εξαιρέσεις. |
βεβαιώνω, διαβεβαιώνωverbo transitivo (afirmar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξασφαλίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você deve evitar tomar café de noite para assegurar uma boa noite de sono. |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele olhou em volta para ver que ninguém estava presente. |
διαβεβαιώ, διαβεβαιώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu fiz todo o trabalho, eu lhe asseguro. |
εξασφαλίζωverbo transitivo (conseguir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαιverbo pronominal/reflexivo (ότι/πως) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele se assegurou que eles estavam todos escutando antes de começar a falar. Eu sempre me asseguro que a tranquei a porta quando saio. Πριν ξεκινήσει να μιλάει, βεβαιώθηκε πως όλοι άκουγαν. |
βεβαιώνομαι ότι κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πριν φύγεις, βεβαιώσου ότι κλείδωσες όλα τα παράθυρα και τις πόρτες. |
διαβεβαιώνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vivian garantiu que o cachorro dela não era culpado pela bagunça. Η Βίβιαν διαβεβαίωσε ότι ο σκύλος της δεν ευθυνόταν για την ακαταστασία. |
εξασφαλίζωverbo pronominal/reflexivo (ter certeza) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George queria certificar-se de ter bons assentos, assim, comprou os bilhetes para o teatro um mês antes. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assegurar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του assegurar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.