Τι σημαίνει το assentar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assentar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assentar στο πορτογαλικά.

Η λέξη assentar στο πορτογαλικά σημαίνει υφίσταμαι καθίζηση, τοποθετώ, βάζω, κατακάθομαι, βάζω να καθίσει, αποικώ, εποικίζω, παίρνω φόρμα, ταιριάζω, κάνω αρμολόγηση, στρώνω, απλώνω, καταχωρώ, καταγράφω, τακτοποιούμαι, βολεύομαι, νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι, θέτω τις βάσεις/τα θεμέλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assentar

υφίσταμαι καθίζηση

(terra: aplainar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você precisa deixar o solo assentar antes de construir uma casa sobre ele.

τοποθετώ, βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hal colocou o revólver firmemente em seu estojo.

κατακάθομαι

(entrar em repouso)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A poeira assentou nos carros antes do vento soprá-la para dentro.
Η σκόνη κατακάθισε στα αυτοκίνητα αφού την πήρε ο αέρας.

βάζω να καθίσει

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não temos cadeiras suficientes para sentarmos.
Δεν έχουμε αρκετές καρέκλες για να καθίσει όλη η ομάδα.

αποικώ, εποικίζω

verbo transitivo (território: colonizar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Virgínia foi primeiro povoada pelos ingleses.

παίρνω φόρμα

(cabelo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Seu cabelo irá assentar bem se você usar um spray fixador.

ταιριάζω

(roupa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O casaco assentou bem em você.
Το παλτό κάθεται πολύ καλά πάνω σου.

κάνω αρμολόγηση

verbo transitivo (com argamassa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele assentou todos os tijolos.

στρώνω, απλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para fazer o caminho do jardim, Lúcia assentou os ladrilhos de pedra no chão.

καταχωρώ, καταγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você registra seus pensamentos no papel primeiro, isso lhe ajuda a pensar nas coisas com mais clareza.
Το να καταγράψεις πρώτα τις σκέψεις σου σε χαρτί θα σε βοηθήσει να σκεφτείς τα πράγματα πιο καθαρά.

τακτοποιούμαι

verbo pronominal/reflexivo (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βολεύομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu queria me casar, mas ele não estava pronto para se assentar. Eu viajo demais a trabalho para me assentar e criar uma família.
Ήθελα να παντρευτώ αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος να νοικοκυρευτεί. Ταξιδεύω υπερβολικά πολύ για τη δουλειά μου για να μπορέσω να αποκατασταθώ (or: νοικοκυρευτώ) και να κάνω οικογένεια.

θέτω τις βάσεις/τα θεμέλια

(preparar o chão ou as bases) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assentar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.