Τι σημαίνει το atraer στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης atraer στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atraer στο ισπανικά.

Η λέξη atraer στο ισπανικά σημαίνει προσελκύω, έλκω, τραβάω, τραβώ, προσελκύω, προσελκύω, παρασέρνω, μου λέει, δελεάζω, είμαι ελκυστικός, γοητεύω, καταγοητεύω, σαγηνεύω, μου αρέσει κπ, τραβάω, τραβώ, μου αρέσει, μ' αρέσει, γνωρίζω απήχηση, έχω απήχηση, επιβάλλω, προστάζω, προσελκύω, παραπλανώ, συναρπάζω, δύναμη των καταναλωτών, τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα, τραβάω τα πλήθη, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, προσπαθώ να κερδίσω κπ, προσπαθώ να εντυπωσιάσω κπ, προσελκύω, τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον, αρέσω, γοητεύω, σαγηνεύω, προσελκύω, μαγνητίζω, έχω περισσότερους πελάτες, μεγαλύτερο ακροατήριο, μαζεύω, τραβώ την προσοχή, προσελκύω κπ σε κτ, αρέσω, δελεάζω κπ/κτ με κτ, αρέσω σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης atraer

προσελκύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El número de malabares del payaso atrajo a una multitud.
Τα ζογκλερικά του κλόουν προσέλκυσαν το πλήθος.

έλκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gravedad del Sol es lo suficientemente fuerte como para atraer hacia sí cometas del cinturón de Kuiper.
Η βαρύτητα του ήλιου είναι αρκετά ισχυρή, ώστε να έλκει κομήτες από την Ζώνη του Κάιπερ προς αυτόν.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El nuevo letrero de neón de nuestro escaparate ciertamente atrae muchos clientes.

προσελκύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los circos no son muy populares hoy en día, pero antes atraían a grandes multitudes.

προσελκύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las peleas normalmente atraen multitudes.
Οι αγώνες πάλης συνήθως προσελκύουν (or: τραβάνε) πολύ κόσμο.

παρασέρνω

verbo transitivo (caza)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Atrajo al urogallo a campo abierto.

μου λέει

(αργκό, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Te atrae la idea?
Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα;

δελεάζω

(figurado) (συνήθως για καλό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El policía atrajo al criminal a la trampa.
Ο αστυνομικός παρέσυρε τον εγκληματία σε μια παγίδα.

είμαι ελκυστικός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La idea de trabajar una semana laboral de sesenta horas realmente no gusta.
Η ιδέα να δουλεύω 60 ώρες την εβδομάδα δε με ελκύει (or: τραβάει) πολύ.

γοητεύω, καταγοητεύω, σαγηνεύω

(ελκύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me fascina tu anillo, ¿de qué tipo de piedra es?

μου αρέσει κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A ella le gusta su jefe, pero por desgracia está casado.

τραβάω, τραβώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella siempre capta toda la atención.

μου αρέσει, μ' αρέσει

verbo intransitivo

Ella le gusta (or: atrae) muchísimo.
Τη γουστάρει στ' αλήθεια.

γνωρίζω απήχηση, έχω απήχηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La película tiene el potencial de atraer a una mayor audiencia.
Η ταινία είναι αρκετά καλή για να έχει απήχηση σε ευρύτερο κοινό.

επιβάλλω, προστάζω

(atención) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Posee una figura alta e imponente que llama la atención.
Είναι ένας ψηλός, επιβλητικός άντρας που τραβάει την προσοχή.

προσελκύω

(persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este escaparate nuevo debería atraer a mucha gente.

παραπλανώ

(con trucos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συναρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gatito estaba fascinado con los adornos brillantes.

δύναμη των καταναλωτών

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los diseños atrevidos y los colores brillantes de estos vestidos realmente llaman la atención.

τραβάω τα πλήθη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La banda siempre atrae multitudes.

δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Generalmente no me atraen los vinos blancos, prefiero los tintos.
Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα.

προσπαθώ να κερδίσω κπ, προσπαθώ να εντυπωσιάσω κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él atrajo a su enamorada con flores y regalos.
Ο Τζορτζ καλόπιασε την αγαπημένη του με λουλούδια και δώρα.

προσελκύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesitamos un cartel hermoso para nuestra tienda para atraer más clientes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Χρειαζόμαστε μια ωραία πινακίδα για το μαγαζί μας για να φέρουμε πελάτες.

τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay que pintarlo con colores brillantes para que llame la atención.

αρέσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La intensa historia de amor de la película es atractiva para las adolescentes.
Η δυνατή ιστορία αγάπης της ταινίας είναι που τραβάει τις έφηβες.

γοητεύω, σαγηνεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Brian le gustaba Zoe de verdad, pero ella no se daba cuenta de sus intentos por seducirla.
Η Ζώη άρεσε πολύ στον Μπράιαν, εκείνη όμως δεν αντιλαμβανόταν τις προσπάθειες του να τη γοητεύσει.

προσελκύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oí que la corporación Smith intenta atraer al Director General de Jones & Co.
Άκουσα ότι η εταιρεία Σμιθ προσπαθεί να προσελκύσει τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας Τζόουνς & Σία.

μαγνητίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω περισσότερους πελάτες, μεγαλύτερο ακροατήριο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαζεύω

locución verbal (μεταφορικά: κόσμο, κοινό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este tipo de espectáculos siempre atraen multitudes.

τραβώ την προσοχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El artista callejero llamó la atención de una gran multitud.

προσελκύω κπ σε κτ

Hicimos todo lo que pudimos para traer a Brian a la fiesta, pero no quiso venir.
Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να προσελκύσουμε τον Τιμ στο πάρτι, δεν ήθελε όμως να έρθει.

αρέσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los padres de Fay esperaban que ella continuara el negocio familiar, pero para ella Hollywood era atractivo.

δελεάζω κπ/κτ με κτ

Daisy trató de tentar al perro callejero con comida, pero este estaba demasiado asustado para acercarse a ella.

αρέσω σε κπ

(figurado)

¡Las luces de Nueva York me están llamando!
Τα ζωηρά χρώματα της Νέας Υόρκης μου αρέσουν!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atraer στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.