Τι σημαίνει το atrás στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης atrás στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atrás στο ισπανικά.
Η λέξη atrás στο ισπανικά σημαίνει προς τα πίσω, πίσω, στο πίσω μέρος, στα νώτα, στο πίσω μέρος, πίσω, πριν, όπισθεν, προς τα πίσω, πίσω, στο πίσω μέρος, πίσω, κάνω όπισθεν, πίσω από, πίσω από, πίσω από, με οπίσθιο φωτισμό, οπίσθιος, στο παρελθόν, αφήνω κτ πίσω μου, επαναλαμβάνω, ξανακάνω, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτ, καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση, κιοτεύω, υποχωρώ, ενδίδω, θυμάμαι, αναπολώ, ξεπερνώ στο τρέξιμο, λιώμα, ο ένας πίσω από τον άλλο, οπισθοδρομώ, υποχωρώ, εγκαταλείπω, παρατάω, κουνάω πέρα-δώθε, περνάω, περνώ, όπισθεν, επαναφέρω, τραβηγμένος πίσω, που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός, πάει καιρός που έφυγε, με κάμψη προς τα πίσω, ο πιο πίσω, προς τα πίσω, ανάποδα, αντίστροφα, παλιά, πριν από πολλά χρόνια, στο πίσω μέρος, πολλά χρόνια πριν, εκ των υστέρων, αντίστροφη μέτρηση, απόνερα, πίσω πόρτα, πίσω μέρος, πίσω τμήμα, βήμα προς τα πίσω, κωλότσεπη, σημείο της μη επιστροφής, οπίσθιο τμήμα, πίσω κάθισμα, ανάποδη κωλοτούμπα, αγχώνομαι, μένω πίσω, δεν βγάζει πουθενά, δεν κοιτάζω πίσω, γυρίζω τον χρόνο πίσω, αγχώνομαι, επιστρέφω στο παρελθόν, εργάζομαι αντίστροφα, καπνίζω το ένα μετά το άλλο, ξαπλώνω, μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν, κοιτάζω πίσω, κωλώνω, φοβάμαι, μένω πίσω, κάνω πίσω, πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι, ξεπερνώ, κάνω κτ πίσω, σπρώχνω κτ πίσω, πατάω κάνοντας όπισθεν, κολλάω, οπισθοκλινής, πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που τον χάσαμε, προς τα πίσω, από την καλή και από την ανάποδη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης atrás
προς τα πίσωadverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Su pase atrás generó el gol con el que ganarían el encuentro. |
πίσω
Peter puso las compras en el asiento de atrás del coche. Ο Πίτερ έβαλε τις τσάντες με τα ψώνια στην πίσω θέση του αυτοκινήτου. |
στο πίσω μέροςadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Atrás hay lugar, vamos a sentarnos allí. |
στα νώτα, στο πίσω μέροςadverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bunty y yo galopábamos al frente, y Sarah iba trotando atrás. |
πίσωadverbio (καθίσματα αυτοκινήτου) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bill se sentó en el asiento del copiloto y Sarah y yo nos sentamos atrás. |
πρινadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Él trabajó como cocinero cinco años atrás. Δούλευε ως μάγειρας πέντε χρόνια πριν. |
όπισθεν(λόγιος) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
προς τα πίσω
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πίσω, στο πίσω μέρος
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fuimos al cine y nos sentamos al fondo. |
πίσω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Reconozco a los chicos de la primera fila que aparecen en la foto, ¿pero quiénes son los dos que están detrás? Αναγνωρίζω τα αγόρια στην πρώτη σειρά της φωτογραφίας, αλλά ποιοι είναι οι δύο που στέκονται πίσω; |
κάνω όπισθεν(general) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Retrocedió hasta el lugar para estacionar. Έκανε όπισθεν και μπήκε στη θέση παρκαρίσματος. |
πίσω από
El empleado del banco está parado detrás del mostrador. Ο τραπεζικός υπάλληλος στέκεται πίσω από τον πάγκο. |
πίσω απόexpresión (μεταφορικά) Esos tiempos difíciles ya han quedado atrás. |
πίσω από
Smith va detrás de Waxman y está luchando por alcanzarlo. |
με οπίσθιο φωτισμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οπίσθιος(ανάλογα τη θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στο παρελθόν
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Antes, siempre iba en bicicleta al trabajo, pero ahora vivo muy lejos. Στο παρελθόν πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά, τώρα όμως μένω πολύ μακριά. |
αφήνω κτ πίσω μου
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επαναλαμβάνω, ξανακάνω(κτ που έκανα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El paciente progresó, pero después revirtió. |
καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κιοτεύω(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenía planeado sacarla a bailar, pero al final se acobardó. Είχε σχεδιάσει να της ζητήσει να χορέψουν, αλλά κιότεψε (or: δείλιασε). |
υποχωρώ, ενδίδω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A pesar de la evidencia, él se rehusó a recular. Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει). |
θυμάμαι, αναπολώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recuerdo mis años en la escuela y se me dibuja una sonrisa. |
ξεπερνώ στο τρέξιμο(competencia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un perro siempre aventajará a un gato. |
λιώμα(borracho) (αργκό,μτφ, μόνο ενικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Estás ciego, no puedes ni caminar. No bebas tanto la próxima vez. |
ο ένας πίσω από τον άλλο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hace falta algo de práctica para montar en una bicicleta tándem. |
οπισθοδρομώ, υποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εγκαταλείπω, παρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nunca debes abandonar tus sueños. |
κουνάω πέρα-δώθε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω, περνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador de fútbol americano esquivó la defensa del equipo contrario. |
όπισθεν
Mary puso el auto en reversa y salió del lugar donde había estacionado. |
επαναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τραβηγμένος πίσωlocución adjetiva (cabello, pelo) (μαλλιά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκόςlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Son costumbres de mucho tiempo atrás, hoy en día nadie actúa así. |
πάει καιρός που έφυγε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με κάμψη προς τα πίσωlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ο πιο πίσωlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προς τα πίσω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Un sonido te avisa en cuanto vas hacia atrás. Ένας προειδοποιητικός ήχος ακούγεται όταν ξεκινάς να κάνεις όπισθεν. |
ανάποδα, αντίστροφα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hizo la lista de los nombres al revés, no alfabéticamente. |
παλιά, πριν από πολλά χρόνια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hace mucho tiempo, estas montañas eran volcanes. |
στο πίσω μέροςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El fotógrafo pidió a toda la gente alta que se movieran hacia atrás del grupo. Ο φωτογράφος ζήτησε από τους ψηλούς να πάνε στο πίσω μέρος της ομάδας. Πάτε στο πίσω μέρος! |
πολλά χρόνια πριν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hace años vivía en Nottingham, probablemente antes de que nacieras. Πολλά χρόνια πριν έμενα στο Νότινγκχαμ, θα ήταν μάλλον πριν γεννηθείς. |
εκ των υστέρων
Al repasar lo sucedido, no tengo idea por qué lo hice. |
αντίστροφη μέτρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La multitud contuvo la respiración cuando comenzó la cuenta regresiva para el lanzamiento. |
απόνερα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
πίσω πόρτα
En esta casa, la puerta de atrás da directamente a la cocina. |
πίσω μέρος, πίσω τμήμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Tras el accidente la parte trasera del ómnibus quedó abollada. |
βήμα προς τα πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Da un paso atrás, estás muy cerca del borde y te puedes caer. |
κωλότσεπηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Siempre meto mi móvil en el bolsillo de atrás de mis vaqueros. |
σημείο της μη επιστροφής
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cuando entró en el coche supo que estaba en un punto sin vuelta atrás. |
οπίσθιο τμήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los asientos de la parte de atrás son más seguros porque los aviones nunca se estrellan contra una montaña desde atrás. |
πίσω κάθισμαnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Los niños van más seguros en el asiento de atrás del coche que en el asiento del copiloto. |
ανάποδη κωλοτούμπαlocución nominal femenina (gimnasia) (καθομιλουμένη) |
αγχώνομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένω πίσωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los montañistas con más experiencias deberían ir al final del grupo para asegurarse de que nadie se quede atrás. |
δεν βγάζει πουθενάlocución verbal (coloquial) (μεταφορικά) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Hemos estado trabajando todo el día pero, aun así, no vamos ni para atrás ni para adelante. |
δεν κοιτάζω πίσωlocución verbal (literal) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No mires hacia atrás, pero creo que Pablo nos está siguiendo. |
γυρίζω τον χρόνο πίσωlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγχώνομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστρέφω στο παρελθόνexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργάζομαι αντίστροφαlocución verbal |
καπνίζω το ένα μετά το άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαπλώνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθενlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jeff miró por el espejo retrovisor para entrar marcha atrás en el lugar para estacionar. Ο Τζεφ κοίταζε τον καθρέφτη καθώς έμπαινε με την όπισθεν στη θέση στάθμευσης. |
κοιτάζω πίσωlocución verbal (κυριολεκτικά) "No mires atrás, lo que te esté persiguiendo puede alcanzarte." - Satchel Paige. Μην κοιτάς πίσω. Ό,τι σε κυνηγά μπορεί να σε πλησιάζει επικίνδυνα. (Σάτσελ Πέιτζ). |
κωλώνωlocución verbal (αργκό, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φοβάμαι(ser intimado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No voy a agachar la cabeza ante ella. ¡No me asusta! |
μένω πίσω
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Hacia el final de la carrera, Stacey empezó a cansarse y a retrasarse. Κατά το τέλος του αγώνα, η Στέισι άρχισε να κουράζεται και να μένει πίσω. |
κάνω πίσωexpresión (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κτ πίσω, σπρώχνω κτ πίσωlocución verbal Raquel se peinó el cabello hacia atrás. |
πατάω κάνοντας όπισθενlocución verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Creo que di marcha atrás sobre la bici de mi hijo. Ωχ, όχι! Νομίζω ότι τώρα που έκανα όπισθεν πάτησα το ποδήλατο του γιου μου. |
κολλάωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οπισθοκλινής(aeronáutica, alas) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που τον χάσαμεlocución adjetiva (ευφημισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Su abuelo, fallecido largo tiempo atrás, había sido gobernador de la provincia. |
προς τα πίσωlocución adverbial (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Los espejos permiten ver hacia atrás. |
από την καλή και από την ανάποδηexpresión (minuciosamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo leí varias veces, de atrás para adelante y de adelante para atrás, pero no pude encontrar ese fragmento que mencionaste. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atrás στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του atrás
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.