Τι σημαίνει το atrair στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης atrair στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atrair στο πορτογαλικά.

Η λέξη atrair στο πορτογαλικά σημαίνει προσελκύω, αρέσω, έλκω, δελεάζω, προσελκύω, μαζεύω, τραβάω, τραβώ, είμαι δόλωμα, προσελκύω κπ σε κτ, προσελκύω, προσελκύω, ρίχνω δόλωμα, δελεάζω κπ/κτ με κτ, παρασύρω κπ/κτ σε κτ, προσελκύω, παρασέρνω, τραβάω, τραβώ, γοητεύω, σαγηνεύω, δελεάζω, επιζητώ, καλώ, πείθω, δελεάζω κπ να κάνει κτ, παραπλανώ, αρέσω, φλερτάρω με κτ, τραβάω τα πλήθη, τραβώ την προσοχή, προκαλώ ενθουσιασμό, κάνω νόημα, γνέφω, προκαλώ την προσοχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης atrair

προσελκύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O número de malabarismo do palhaço atraiu uma multidão.
Τα ζογκλερικά του κλόουν προσέλκυσαν το πλήθος.

αρέσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É a intensa história de amor do filme que atrai meninas adolescentes.
Η δυνατή ιστορία αγάπης της ταινίας είναι που τραβάει τις έφηβες.

έλκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A gravidade do sol é grande o suficiente para atrair cometas do cinturão de Kuiper para ele.
Η βαρύτητα του ήλιου είναι αρκετά ισχυρή, ώστε να έλκει κομήτες από την Ζώνη του Κάιπερ προς αυτόν.

δελεάζω

verbo transitivo (συνήθως για καλό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cheiro de carne cozinhando atraiu os animais selvagens.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο αστυνομικός παρέσυρε τον εγκληματία σε μια παγίδα.

προσελκύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Precisamos de uma bela placa em nossa loja para atrairmos clientes para dentro.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Χρειαζόμαστε μια ωραία πινακίδα για το μαγαζί μας για να φέρουμε πελάτες.

μαζεύω

verbo transitivo (audiência, público) (μεταφορικά: κόσμο, κοινό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O novo sinal em neon na nossa janela está realmente atraindo os clientes.

είμαι δόλωμα

(αργκό, μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

προσελκύω κπ σε κτ

verbo transitivo

Fizemos o nosso melhor para atrair Tim para a festa, mas ele não quis vir.
Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να προσελκύσουμε τον Τιμ στο πάρτι, δεν ήθελε όμως να έρθει.

προσελκύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσελκύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lutas geralmente atraem grandes públicos.
Οι αγώνες πάλης συνήθως προσελκύουν (or: τραβάνε) πολύ κόσμο.

ρίχνω δόλωμα

verbo transitivo (μεταφορικά: σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O policial disfarçado atraiu o criminoso e o pegou cometendo o crime.
Ο αστυνομικός με πολιτικά έριξε δόλωμα στον κακοποιό και τον έπιασε να διαπράττει το έγκλημα.

δελεάζω κπ/κτ με κτ

verbo transitivo

Daisy tentou atrair o cão de rua com comida, mas ele estava nervoso demais para se aproximar dela.

παρασύρω κπ/κτ σε κτ

verbo transitivo

O vigarista atraiu Bill a uma armadilha.

προσελκύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essa nova vitrine vai atrair uma galera.

παρασέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele atraiu o galo-silvestre até a clareira.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela sempre atrai toda a atenção.

γοητεύω, σαγηνεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian realmente gostava de Zoe, mas ela era alheia a todas as suas tentativas de seduzi-la.
Η Ζώη άρεσε πολύ στον Μπράιαν, εκείνη όμως δεν αντιλαμβανόταν τις προσπάθειες του να τη γοητεύσει.

δελεάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jasmine esperava atrair um homem rico com suas roupas chamativas.
Η Τζάσμιν ήλπιζε να ψαρέψει έναν πλούσιο άνδρα με τα αποκαλυπτικά της ρούχα.

επιζητώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela cortejava a fama, tentando atuar.
Επεδίωκε να γίνει διάσημη προσπαθώντας να γίνει ηθοποιός.

καλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O mar o estava atraindo.

πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δελεάζω κπ να κάνει κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραπλανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρέσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φλερτάρω με κτ

(figurado, irônico) (μεταφορικά: ρισκάρω)

O governo flertava com o desastre, não se preparando para furacões.
Η κυβέρνηση φλέρταρε με την καταστροφή, καθώς δεν είχε λάβει μέτρα προστασίας ενάντια στους τυφώνες.

τραβάω τα πλήθη

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβώ την προσοχή

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προκαλώ ενθουσιασμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω νόημα, γνέφω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu gritei para o outro lado da sala para atrair atenção.

προκαλώ την προσοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atrair στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.