Τι σημαίνει το atrás στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης atrás στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atrás στο πορτογαλικά.
Η λέξη atrás στο πορτογαλικά σημαίνει πίσω από, πίσω από, πίσω, πίσω από, πίσω, μετά, πίσω από, πίσω από, πριν, πριν, του πίσω καθίσματος, τον ένα μετά τον άλλο, πίσω μέρος, -, αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπ, κάτι μου βρωμάει, ρίχνω κπ στη στενή, κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσω, επιδιώκω, επιζητώ, κυνηγάω, κυνηγώ, που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος, ανακαλώ, χωρίς οικονομική ασφάλεια, μέχρι πρόσφατα, πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό, στην φυλακή, κατά πόδας, ο ένας μετά τον άλλο, πριν καιρό, υπό κράτηση, στην φυλακή, πολλά χρόνια πριν, πριν λίγο καιρό, στο παρασκήνιο, πίσω από, βήμα προς τα πίσω, μανιώδες κάπνισμα, η προπερασμένη εβδομάδα, αθέτηση, υπαναχώρηση, που καταδιώκει, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, ακολουθώ, κρυφακούω, στήνω αυτί, ψάχνω για δουλειά, θέλω να εκδικηθώ κάποιον, γυρίζω τον χρόνο πίσω, ακολουθώ, αντιγράφω, καπνίζω το ένα μετά το άλλο, στέκομαι πίσω από, συνοδεύω, κυνηγώ, φυλακισμένος, κρατούμενος, χωρίς οικονομική ασφάλεια, πολύ πριν, την προπερασμένη εβδομάδα, οπισθοδρομική κίνηση, κεντρικός επιθετικός, σε αναζήτηση, αντιφάσκω, καπνίζω το ένα μετά το άλλο, ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες, δίπλα δίπλα, κάνω όπισθεν με κτ, χώνομαι, κρύβομαι, πάω με την όπισθεν, όπισθεν, ακολουθώ, κάνω πίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης atrás
πίσω απόadvérbio O bancário está trabalhando atrás do guichê. Ο τραπεζικός υπάλληλος στέκεται πίσω από τον πάγκο. |
πίσω απόadvérbio (λιγότερο ανεπτυγμένος) A maioria da África fica atrás do ocidente em termos econômicos. Μεγάλο μέρος της Αφρικής είναι πίσω από τη Δύση όσον αφορά την οικονομία. |
πίσωadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu reconheço os meninos na fileira da frente da foto, mas quem são os dois parados atrás? Αναγνωρίζω τα αγόρια στην πρώτη σειρά της φωτογραφίας, αλλά ποιοι είναι οι δύο που στέκονται πίσω; |
πίσω απόpreposição Por favor, pode fechar a porta atrás de você? |
πίσω, μετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nós vamos primeiro e você pode seguir atrás. Θα πάμε πρώτοι και μπορείς να μας ακολουθήσεις μετά. |
πίσω απόadvérbio Chicago está uma hora atrás de Nova Iorque. |
πίσω απόadvérbio Smith está atrás de Waxman e tentando bastante alcançá-lo. |
πριν
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Eu fui ao banco três dias atrás. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έλαβα την επιστολή προ τριών μηνών. |
πρινadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
του πίσω καθίσματοςadvérbio (no banco traseiro) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τον ένα μετά τον άλλο(em adição) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ele comeu biscoito após biscoito até ficar enjoado. Έτρωγε το ένα κρακεράκι μετά το άλλο μέχρι που πόνεσε το στομάχι του. |
πίσω μέρος(με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Havia um cassino ilegal no fundo da loja. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μπορώ να καθίσω στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κι εσύ μπορείς να καθίσεις μπροστά. |
-locução prepositiva (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ele saiu atrás de outro pão. Έφυγε για να βρει άλλη μια φραντζόλα ψωμί. |
αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπ(figurado, informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estou atrás de um novo fornecedor de serviço, qual você recomendaria? |
κάτι μου βρωμάει(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω κπ στη στενή(sentenciar alguém à prisão) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η αστυνομία κυνήγησε τον διαρρήκτη και τον έπιασε στον κήπο της γειτόνισσάς μου. |
επιδιώκω, επιζητώ(procurar obter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela busca fama e fortuna. Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία. |
κυνηγάω, κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os meninos perseguiram o cachorro quando ele saiu correndo com a bola deles. Τα αγόρια κυνήγησαν τον σκύλο όταν έφυγε τρέχοντας με την μπάλα τους. |
που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando você olhar o jardim, vai ver que a bétula está recuada contra a cerca. |
ανακαλώ(κάτι που είπα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίς οικονομική ασφάλειαexpressão (precário, apertado, parco) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέχρι πρόσφατα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρόadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Muito tempo atrás, meus ancestrais se instalaram nesta terra |
στην φυλακή(figurado, informal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατά πόδαςadvérbio (perseguição) (ακολουθώ, στο χώρο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ο ένας μετά τον άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πριν καιρό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
υπό κράτηση, στην φυλακήlocução adverbial (preso) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολλά χρόνια πριν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Há muitos anos, eu morei em Nottingham - foi provavelmente antes de você nascer. Πολλά χρόνια πριν έμενα στο Νότινγκχαμ, θα ήταν μάλλον πριν γεννηθείς. |
πριν λίγο καιρόlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο παρασκήνιοlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Φαίνεται ότι έχουν έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά ποιος ξέρει τι συμβαίνει στο παρασκήνιο. Οι πελάτες δεν αντιλαμβάνονται πόση δουλειά γίνεται στο παρασκήνιο. |
πίσω απόlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Είμαι σίγουρος ότι έχουμε τυρί στο ψυγείο - κοίταξες πίσω από το γάλα; |
βήμα προς τα πίσωsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μανιώδες κάπνισμαlocução verbal (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η προπερασμένη εβδομάδα(a semana anterior à ultima) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αθέτηση, υπαναχώρησηexpressão verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που καταδιώκειlocução prepositiva (caça) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Não acredito que você, meu próprio irmão, vai voltar atrás na promessa de me emprestar dinheiro. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu abro caminho pela selva. Tu segues atrás. |
κρυφακούω, στήνω αυτίexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψάχνω για δουλειά(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θέλω να εκδικηθώ κάποιονlocução verbal (querer se vingar de alguém) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ela está atrás de mim desde que soube que eu estava namorando o ex namorado dela. |
γυρίζω τον χρόνο πίσωexpressão verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακολουθώ, αντιγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele era tão copião que, se seu irmão fizesse algo, ele sempre seguia o exemplo. Depois que o primeiro banco começou a distribuir torradeiras, os outros bancos seguiram o exemplo. Ήταν μεγάλος μιμητής· αν ο αδερφός του έκανε κάτι, θα τον αντέγραφε πάντα. Από τη στιγμή που η πρώτη τράπεζα άρχισε να προσφέρει τοστιέρες, ακολούθησαν και οι υπόλοιπες. |
καπνίζω το ένα μετά το άλλοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στέκομαι πίσω από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνοδεύω(acompanhar alguém informalmente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Meu cachorro adora correr atrás de uma bola. Ο σκύλος μου τρελαίνεται να κυνηγάει μπάλες. |
φυλακισμένος, κρατούμενοςadjetivo (prisão) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς οικονομική ασφάλειαexpressão (precariamente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολύ πρινlocução adverbial (muito atrás) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
την προπερασμένη εβδομάδα(na semana anterior à última) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
οπισθοδρομική κίνησηsubstantivo masculino (μεταφορικά, επίσημο) |
κεντρικός επιθετικόςsubstantivo feminino (posição do futebol americano) (θέση) |
σε αναζήτησηlocução prepositiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιφάσκω(figurado: ir contra algo dito antes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καπνίζω το ένα μετά το άλλοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο Τζον είναι μάλλον άσχημος, αλλά πάντα ψάχνει μάταια για όμορφα κορίτσια. |
δίπλα δίπλαlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κάνω όπισθεν με κτ(BRA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) É difícil dar marcha a ré num caminhão quando tem um trailer conectado. Είναι δύσκολο να κάνεις όπισθεν με ένα φορτηγάκι, όταν σε αυτό έχει προσαρτηθεί και τροχόσπιτο. |
χώνομαι, κρύβομαι(κάτω από κάτι, πίσω από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Para evitar dizer oi, ele se escondeu embaixo de uma mesa. Για να αποφύγει να χαιρετήσει, χώθηκε (or: κρύφτηκε) κάτω από ένα γραφείο. |
πάω με την όπισθεν(veículo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alison deu marcha a ré com o carro para entrar na garagem. Η Άλισον μπήκε με την όπισθεν στο γκαράζ. |
όπισθεν(veículo) |
ακολουθώexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu vou primeiro, e você pode ir atrás. |
κάνω πίσωexpressão verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atrás στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του atrás
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.