Τι σημαίνει το bagagem στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bagagem στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bagagem στο πορτογαλικά.

Η λέξη bagagem στο πορτογαλικά σημαίνει αποσκευές, φορτίο, αποσκευές, μπογαλάκι, δισάκι, χώρος παραλαβής αποσκευών, χειραποσκευή, υπηρεσίες αεροδρομίου, χειραποσκευές, αποσκευή, πολιτισμικό φορτίο, συναισθηματικό φορτίο, υπέρβαρες αποσκευές, βάρος, καρότσι, καροτσάκι, φύλαξης αποσκευών, χειραποσκευή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bagagem

αποσκευές

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
As empresas aéreas implantaram recentemente restrições rígidas à bagagem.
Οι αεροπορικές εταιρείες υιοθέτησαν πρόσφατα αυστηρούς περιορισμούς για τις αποσκευές.

φορτίο

substantivo feminino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Por que eu sempre escolho namorados com tanta bagagem emocional?
Γιατί πάντα διαλέγω γκόμενους με τόσο συναισθηματικό φορτίο;

αποσκευές

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A companhia aérea perdeu a bagagem de Megan em Frankfurt. Cada passageiro tem direito a um item de bagagem.
Η αεροπορική εταιρεία έχασε τις αποσκευές της Μέγκαν στη Φρανκφούρτη.

μπογαλάκι, δισάκι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tudo o que o viajante carregava era uma bolsa pequena e um livro.
Τα μόνα που είχε μαζί του ο ταξιδιώτης ήταν ένα μικρό μπογαλάκι και ένα βιβλίο.

χώρος παραλαβής αποσκευών

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tivemos de esperar uma hora e meia na coleta de bagagem antes de nossas malas chegarem.
Έπρεπε να περιμένουμε μιάμιση ώρα στον χώρο παραλαβής αποσκευών μέχρι να έρθουν οι βαλίτσες μας.

χειραποσκευή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες επιτρέπουν μόνο μία χειραποσκευή. Δεν μπορείς να κουβαλήσεις σπρέι ή αιχμηρά αντικείμενα στη χειραποσκευή σου.

υπηρεσίες αεροδρομίου

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χειραποσκευές

(viagem aérea)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αποσκευή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολιτισμικό φορτίο

συναισθηματικό φορτίο

υπέρβαρες αποσκευές

βάρος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καρότσι, καροτσάκι

substantivo masculino (για αποσκευές)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλαξης αποσκευών

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χειραποσκευή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bagagem στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.