Τι σημαίνει το bagunça στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bagunça στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bagunça στο πορτογαλικά.
Η λέξη bagunça στο πορτογαλικά σημαίνει σαλάτα, χάλι, ακαταστασία, ακαταστασία, αταξία, το να μαγεύεται κανείς από κάτι, το να θαμπώνεται κανείς από κάτι, χάος, χάος, μπάχαλο, αδιέξοδο, χαμός, πανικός, χάος, τσαπατσουλιά, ακαταστασία, αταξία, λάθος, αναταραχή, μπέρδεμα, μπάχαλο, χαμός, χάος, βρομιά, χάλι, αχούρι, χάος, χάος, συνονθύλευμα, τρελοκομείο, ακαταστασία, μπλεγμένος, μπερδεμένος, τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσα, τρέχω πίσω από κπ, σε δύσκολη θέση, σε άσχημη κατάσταση, κάνω κτ άνω-κάτω, καθαρίζω, καταραμένο χάλι, μαύρο χάλι, χαμός, ψιλοχαμός, τα θαλασσώνω, μπάχαλο, ξεκαθαρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bagunça
σαλάταsubstantivo feminino (μτφ: συνονθύλευμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακαταστασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακαταστασία, αταξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A mesa dele estava uma bagunça de papéis e livros. Στο γραφείο του υπήρχε μια ακαταστασία (or: ένα χάος) από χαρτιά και βιβλία. |
το να μαγεύεται κανείς από κάτι, το να θαμπώνεται κανείς από κάτιsubstantivo feminino (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάοςsubstantivo feminino (gíria) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χάος, μπάχαλοsubstantivo feminino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αδιέξοδο(situação extremamente confusa) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαμός, πανικός(μτφ, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Veja a bagunça na sua mesa. Δες αυτό το χαμό (or: χάος) πάνω στο γραφείο σου. |
χάοςsubstantivo feminino (μτφ, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Esse projeto está uma bagunça. Vai me tomar dias para consertá-lo. Αυτή η εργασία είναι χάος. Θα μου πάρει μέρες να τη διορθώσω. |
τσαπατσουλιάsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακαταστασία, αταξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Você viu que bagunça a mesa do Pedro? É de se admirar que ele encontre alguma coisa! Έχεις δει σε τι ακαταστασία βρίσκεται το γραφείο του Πήτερ; Είναι απορίας άξιο πώς βρίσκει τίποτα! |
λάθος(gíria) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναταραχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A polícia foi chamada para controlar a desordem. Κάλεσαν την αστυνομία για την αντιμετώπιση της αναταραχής. |
μπέρδεμα, μπάχαλο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαμός(μεταφορικά: από κτ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Essa semana foi uma confusão de festas, cerimônias de prêmios e entrevistas. Αυτή την εβδομάδα έγινε χαμός με πάρτυ, βραβεύσεις και συνεντεύξεις. |
χάος(μόνο ενικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Είμαι τόσο απασχολημένος που στο σπίτι μου επικρατεί ένα χάος. |
βρομιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χάλι, αχούρι, χάοςsubstantivo feminino (que está sujo) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A maior parte da casa estava impecável, mas o banheiro estava uma imundície. Το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού ήταν αψεγάδιαστο, αλλά το μπάνιο ήταν χάλια. |
χάος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Estou surpreso que você possa encontrar qualquer coisa em meio a toda essa confusão em seu quarto. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει να μείνω σπίτι και να καθαρίσω αυτό το χάος. |
συνονθύλευμαsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Que é responsável por essa bagunça de roupas no chão? Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτόν τον αχταρμά ρούχων στο πάτωμα; |
τρελοκομείο(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακαταστασία(χωρίς τάξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπλεγμένος, μπερδεμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) A vida amorosa dele é uma bagunça. |
τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσαexpressão verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você pode ter seus companheiros por perto durante a noite, desde que prometa não fazer uma bagunça. As crianças estão fazendo bolo de chocolate e fizeram uma bagunça com a massa na cozinha. |
τρέχω πίσω από κπ(limpar a bagunça feita por alguém) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε δύσκολη θέσηexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε άσχημη κατάσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dizer que a economia está uma bagunça é pouco. |
κάνω κτ άνω-κάτωexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μην κάνεις άνω-κάτω το ωραίο και καθαρό καθιστικό μου! |
καθαρίζωexpressão verbal (figurado, lidar com as consequencias) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πάντα δημιουργείς προβλήματα και πρέπει εγώ να επέμβω και να καθαρίσω μετά. |
καταραμένο χάλι, μαύρο χάλι(μεταφορικά) Esse lugar está uma bagunça danada! Não é limpo há semanas. Αυτό το μέρος έχει μαύρο χάλι. Δεν έχει καθαριστεί για βδομάδες. |
χαμός, ψιλοχαμός(καθομιλουμένη, προφορικό: γίνεται) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Minha casa está uma bagunça, mas pode entrar. Το σπίτι μου είναι άνω-κάτω, αλλά πέρασε μέσα. |
τα θαλασσώνωexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο καινούργιος τα θαλάσσωσε με το πρότζεκτ. Θα πρέπει να το ξανακάνω από την αρχή. |
μπάχαλο(αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξεκαθαρίζωexpressão verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουν το μπέρδεμα που δημιουργήθηκε από την απερχόμενη διοίκηση. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bagunça στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του bagunça
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.