Τι σημαίνει το banded στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης banded στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του banded στο Αγγλικά.

Η λέξη banded στο Αγγλικά σημαίνει συγκρότημα, σχήμα, λωρίδα, λουρίδα, ρίγα, λωρίδα, γραμμή, συμμορία, σπείρα, βέρα, λωρίδα, κοπάδι, ιμάντας, λάστιχο, λαστιχάκι, συχνότητες, λωρίδα, ταινία, δένω κτ με κτ άλλο, μαρκάρω, σημαδεύω, μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας, πρόβα, πρόβα, πριόνι, ενώνομαι, τσιρότο, κουκούλωμα, μπάντα, μπάντα με χάλκινα, μπάντα πνευστών ή χάλκινων, λαστιχάκι, κορδέλα, στέκα, μπάντα τζαζ μουσικής, μπάντα με αυτοσχέδια μουσικά όργανα, επικεφαλής, φιλαρμονική, στρατιωτική μπάντα, ορχήστρα ενός ατόμου, πολυπράγμων, που έχει ατομική επιχείρηση και περνάν όλα από το χέρι του, πανκ συγκρότημα, ροκ συγκρότημα, λαστιχάκι, μπάντα που παίζει μουσική με κρουστά από μέταλλο, ξεκινώ, ανώτερο εύρος, λουράκι, λουράκι ρολογιού χειρός, ζώνη συχνοτήτων, βέρα, μπάντα πνευστών, λουράκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης banded

συγκρότημα, σχήμα

noun (musical group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There will be three bands playing at the concert.
Στη συναυλία θα εμφανιστούν τρία συγκροτήματα (or: σχήματα).

λωρίδα, λουρίδα

noun (strip or strap)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He tied a band of cotton around his arm to stop the bleeding.
Έδεσε μια λωρίδα (or: λουρίδα) βαμβακερού υφάσματος στο μπράτσο του για να σταματήσει την αιμορραγία.

ρίγα, λωρίδα, γραμμή

noun (stripe)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you see the bands that he painted around his car?
Βλέπεις τις ρίγες που ζωγράφισε στο αυτοκίνητό του;

συμμορία, σπείρα

noun (usually pejorative (group or gang) (για κυριολεκτική ή μεταφορική παρέα παρανόμων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The band of kids must have gone into the movie theatre.
Το τσούρμο των παιδιών πρέπει να μπήκε μέσα στον κινηματογράφο.

βέρα

noun (ring)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They exchanged wedding bands during the ceremony.

λωρίδα

noun (land) (στενόμακρη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a thin band of land between the two rivers.

κοπάδι

noun (group of animals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A band of sheep grazed in the meadow.

ιμάντας

noun (belt)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The leather band turned the flywheel.

λάστιχο, λαστιχάκι

noun (rubber band)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He put a rubber band around the papers.

συχνότητες

noun (radio frequency)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
What band is that station on?

λωρίδα, ταινία

noun (ribbon)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She tied a band of ribbon around the post to help people find the party.

δένω κτ με κτ άλλο

transitive verb (tie)

He banded the package with a thick string.
Έδεσε το πακέτο με έναν χοντρό σπάγγο.

μαρκάρω, σημαδεύω

transitive verb (mark with a band) (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Band the stalks of the flowers you want to buy.

μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας

noun (music: conductor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρόβα

noun (music group's rehearsal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have band practice after school from 4pm to 6pm.

πρόβα

noun (musical group's practice session) (μουσική: μπάντα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I sneaked into the hotel room to watch the band rehearsal of U2.

πριόνι

noun (woodworking machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A band saw allows you to cut free form shapes, which may not be possible with regular saws.

ενώνομαι

(join forces)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The inhabitants banded together to fight the insect invaders.

τσιρότο

noun (® (brand of sticking plaster)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουκούλωμα

noun (figurative (superficial solution) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This solution is just a band-aid; it will do nothing to solve the real problem.

μπάντα

noun (style of music: large dance band)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Big band leaders like Benny Goodman, Glenn Miller, and Tommy Dorsey transformed jazz music into swing.

μπάντα με χάλκινα

noun (band playing brass instruments)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A brass band will lead the funeral procession down Bourbon Street.

μπάντα πνευστών ή χάλκινων

noun (brass band, wind instrument group)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Concert bands have brass, woodwind and percussion, but no stringed instruments.

λαστιχάκι

noun (rubber band)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Robert used an elastic band to hold all his pens and pencils together.

κορδέλα

noun (elastic band for hair) (για τα μαλλιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her long tresses were held back by a simple black hairband.
Μια απλή μαύρη κορδέλα κρατούσε πίσω τα μακριά μαλλιά της.

στέκα

noun (rigid band going over the hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The little girls all wore colorful hairbands to keep their hair out of their faces.

μπάντα τζαζ μουσικής

noun (musical group who play jazz)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπάντα με αυτοσχέδια μουσικά όργανα

noun (music group playing improvised instruments)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The first jug band was formed in Louisville, KY in the 1920s.

επικεφαλής

noun (US (music: conductor)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The leader of the band told them when to start and stop playing.
Ο επικεφαλής της ορχήστρας τους έλεγε πότε να ξεκινήσουν και πότε να σταματήσουν το παίξιμο.

φιλαρμονική

noun (musical group that parades)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I used to play clarinet in a marching band.
Παλιότερα έπαιζα κλαρινέτο σε μια φιλαρμονική.

στρατιωτική μπάντα

noun (instrumental group that plays on military occasions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The military band was called to play at the governor's funeral, since he was an ex-Marine.

ορχήστρα ενός ατόμου

noun (street musician: many instruments)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολυπράγμων

noun (figurative (person: does many tasks)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει ατομική επιχείρηση και περνάν όλα από το χέρι του

noun (figurative (person: runs a business alone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πανκ συγκρότημα

noun (group playing anarchic rock music)

In the 1980s many young people dreamed of starting a punk band, just like the Sex Pistols.

ροκ συγκρότημα

noun (heavy pop music group)

Geoff plays drums in a rock band.

λαστιχάκι

noun (elastic band)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The postman uses rubber bands to bundle together letters for the same address.
Ο ταχυδρόμος χρησιμοποιεί λαστιχάκια για να δέσει μεταξύ τους τα γράμματα που είναι για την ίδια διεύθυνση.

μπάντα που παίζει μουσική με κρουστά από μέταλλο

(music)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεκινώ

verbal expression (figurative (make [sth] begin) (τη μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανώτερο εύρος

noun (highest level or range)

λουράκι

noun (strap of a wristwatch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I replaced my old watch band with a genuine leather one.

λουράκι ρολογιού χειρός

noun (strap of a wristwatch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζώνη συχνοτήτων

noun (radio: frequency range) (έυρος συχνοτήτων)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βέρα

noun (ring given on marriage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάντα πνευστών

noun (musical group of wind instruments)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λουράκι

noun (strap of a wristwatch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I need to replace the wristband on my watch because it is broken.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του banded στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.