Τι σημαίνει το bang στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bang στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bang στο Αγγλικά.

Η λέξη bang στο Αγγλικά σημαίνει κρότος, χτύπημα, χτυπάω, χτυπώ, ακριβώς, αφέλειες, πηδάω, πηδώ, γαμάω, γαμώ, ξαφνικά, χτύπημα, τζούρα, χτυπάω, περπατάω και σκουντουφλάω σε κτ, χτυπάω, κοπανάω, ρίχνω, στέλνω, ρίχνω την τιμή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κόβω αφέλειες, κάνω αφέλειες, κουρεύω, πλακώνομαι σε κτ, πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον, μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυστα, μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, ξεπετάω, φυλακίζω, βάζω στην φυλακή, χτυπώ, βαρώ, κοπανώ, χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατά, αξίζω τα λεφτά μου, πέφτω διάνα, πιάνω επ' αυτοφόρω, φοβερός, τρομερός, μεγάλη έκρηξη, μεγάλη έκρηξη, ομαδικός βιασμός, όργιο, έχω τρελή επιτυχία, ακριβώς, ξαφνικά, απότομα, κατευθείαν, απευθείας, με δραματικό τρόπο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bang

κρότος

noun (loud explosive noise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The loud bang woke everybody up.
Ο δυνατός κρότος ξύπνησε τους πάντες.

χτύπημα

noun (hit or thump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sandy's bang on the table got everyone's attention.
Το χτύπημα της Σάντυ στο τραπέζι τράβηξε την προσοχή όλων.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (hit, knock [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The noisy courtroom became quiet when the judge banged the gavel.
Η θορυβώδης αίθουσα του δικαστηρίου ησύχασε όταν ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.

ακριβώς

adverb (informal (directly, straight)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Our hotel was bang in the middle of the red light district.
Το ξενοδοχείο μας ήταν ακριβώς στη μέση της περιοχής με τα κόκκινα φανάρια.

αφέλειες

plural noun (US (fringe: hair cut at front)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I like having bangs, but sometimes they get in my eyes.
Μου αρέσει να έχω αφέλειες, αλλά μερικές φορές μπαίνουν στα μάτια μου.

πηδάω, πηδώ, γαμάω, γαμώ

transitive verb (vulgar, slang (have sex with) (μτφ, καθομ, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben says he's banged a lot of girls, but I don't believe him.
Ο Μπεν λέει πως έχει πηδήξει πολλά κορίτσια, αλλά δεν τον πιστεύω.

ξαφνικά

adverb (informal (suddenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
George's car hit a patch of ice, and he went bang into the ditch.

χτύπημα

noun (injury: knock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chelsea's legs are covered in bangs and bruises because she doesn't look where she's going.

τζούρα

noun (slang (injection of illegal drug) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
People who are addicted to drugs are always looking for their next bang.

χτυπάω

intransitive verb (make loud noise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The broken screen door banged in the wind.

περπατάω και σκουντουφλάω σε κτ

phrasal verb, intransitive (move about clumsily)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The baby woke up in the middle of the night, crying, because Joe was banging around in the kitchen.

χτυπάω, κοπανάω

transitive verb (close noisily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Be careful not to bang the door!

ρίχνω, στέλνω

transitive verb (propel by hitting) (με δυνατό χτύπημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah banged it out of the park--it's a home run!

ρίχνω την τιμή

transitive verb (UK (make stock prices fall)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

transitive verb (sell stocks quickly)

κόβω αφέλειες, κάνω αφέλειες

transitive verb (US (cut hair in fringe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Did you see Rachel? She banged her hair yesterday.

κουρεύω

transitive verb (crop horse's tail) (ουρά αλόγου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before the horse show, the groom banged the horses' tails.

πλακώνομαι σε κτ

phrasal verb, intransitive (informal (do [sth] persistently) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

I've been banging away at this job for days, and I don't seem to be getting anywhere!

πέφτω πάνω σε κάτι/κάποιον

phrasal verb, transitive, inseparable (collide with, bump into)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυστα

phrasal verb, intransitive (UK, informal (talk insistently about [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The lecturer kept banging on even though most of the students weren't listening.
Ο καθηγητής μιλούσε ασταμάτητα, παρόλο που οι περισσότεροι φοιτητές δεν πρόσεχαν.

μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

(UK, informal (talk insistently about [sth])

Tanya is always banging on about how awful her boss is.
Η Τάνια δεν βάζει ποτέ γλώσσα μέσα για το πόσο κακό είναι το αφεντικό της.

ξεπετάω

phrasal verb, transitive, separable (informal (produce rapidly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George banged out the letter as quickly as he could on the computer.

φυλακίζω, βάζω στην φυλακή

phrasal verb, transitive, separable (UK, slang (put in prison)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He got banged up for robbing the local liquor store.

χτυπώ, βαρώ, κοπανώ

phrasal verb, transitive, separable (US, slang (damage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I really banged up the car when I hit that moose.

χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατά

(play instrument loudly)

My neighbour is a keen drummer; I hear him banging away throughout the day and night.

αξίζω τα λεφτά μου

noun (US, slang (value for money) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This computer is last year's model, but it has great bang for your buck.
Αυτός ο υπολογιστής είναι περσινό μοντέλο, μα τα αξίζει τα λεφτά του.

πέφτω διάνα

adjective (UK, slang (on target, exact) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
It was a tricky question, but I thought his answer was bang on.
Ήταν μια δύσκολη ερώτηση αλλά πιστεύω ότι έπεσε διάνα με την απάντησή του.

πιάνω επ' αυτοφόρω

expression (UK, slang (caught, busted)

φοβερός, τρομερός

adjective (slang (excellent) (μτφ, σπουδαίος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Congratulations, you did a bang-up job on that project!

μεγάλη έκρηξη

noun (physics: origin of universe)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Big Bang is how cosmologists believe our universe began.
Η θεωρία του Μπιγκ Μπαγκ είναι το πως θεωρούν οι κοσμολόγοι ότι ξεκίνησε το σύμπαν μας.

μεγάλη έκρηξη

noun (loud explosion)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We think a transformer blew because there was a big bang, then all the lights went out.

ομαδικός βιασμός

noun (slang (rape by group of people)

The woman was a victim of abduction and gangbang.

όργιο

noun (slang (group sex) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My wife told me that she has always been interested in trying a gangbang.

έχω τρελή επιτυχία

verbal expression (figurative, informal (party: be a success)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακριβώς

adverb (UK, informal (exactly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In a flash, she was slap bang in the middle of Kansas.

ξαφνικά, απότομα

adverb (UK, informal (suddenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The news came slap-bang without any warning.

κατευθείαν, απευθείας

adverb (UK, informal (directly, head-on)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με δραματικό τρόπο

adverb (figurative, informal (begin, end: in a dramatic way)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bang στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bang

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.