Τι σημαίνει το batata στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης batata στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του batata στο πορτογαλικά.

Η λέξη batata στο πορτογαλικά σημαίνει πατάτα, πατατιά, σίγουρο, πατάτα, πατάτα, από πατάτα, γάμπα, πουρές, γλυκοπατάτα, fish and chips, τηγανητή πατάτα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πατατάκια, γλυκοπατάτα, ψητή πατάτα, ψητή πατάτα με τη φλούδα, περονόσπορος, άμυλο πατάτας, κυδωνάτες πατάτες, πατάτες φούρνου, καυτή πατάτα, πατάτα, καυτό θέμα, στρογγυλή τηγανητή πατάτα, hash browns, χας μπράουνς, τηγανητές πατάτες, πατατάκι, τηγανητή πατάτα, πατατάκια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης batata

πατάτα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Batatas assadas são mais saudáveis do que batatas fritas.
Οι ψητές πατάτες είναι πολύ πιο υγιεινές από τις τηγανιτές.

πατατιά

substantivo feminino (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O fazendeiro ganhou seu dinheiro plantando batatas.
Ο γεωργός έβγαλε χρήματα καλλιεργώντας πατάτες.

σίγουρο

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το είχε στάνταρ ότι θα περάσει στο διαγώνισμα οπότε δεν ήταν αγχωμένη.

πατάτα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πατάτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

από πατάτα

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Qual você prefere: waffles de batata ou fritas?

γάμπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jeff tem cãibra na panturrilha com frequência.
Ο Τζεφ παθαίνει συχνά κράμπες στη γάμπα του.

πουρές

(BRA) (πατάτας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fred jogou o molhou sobre o purê.
Ο Φρεντ έβαλε σάλτσα πάνω στον πουρέ του.

γλυκοπατάτα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

fish and chips

(refeição britânica) (ξενικό)

Το fish and chips είναι το συνηθισμένο βραδινό της Παρασκευής στο ΗΒ.

τηγανητή πατάτα

Eu vou querer meu hambúrguer com batata frita, por favor.
Θα ήθελα το χάμπουργκερ με τηγανητές πατάτες, παρακαλώ.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

πατατάκια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

γλυκοπατάτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Torta de batata doce é um prato comum na culinária do Sul dos EUA. Eu gosto de batata-doce com queijo ralado em cima.
Η πίτα με γλυκοπατάτα είναι συνηθισμένο πιάτο της κουζίνας του αμερικάνικου Νότου. Μου αρέσουν οι γλυκοπατάτες με τριμμένο τυρί από πάνω.

ψητή πατάτα

substantivo feminino

ψητή πατάτα με τη φλούδα

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περονόσπορος

(doença fúngica que afeta as batatas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άμυλο πατάτας

(extrato de carboidratos usado para engrossar a massa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυδωνάτες πατάτες

(fatias grossas de batata cozida com pele)

πατάτες φούρνου

καυτή πατάτα

(informal, situação ruim) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πατάτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele enfiou o garfo na batata frita e mergulhou-a no ketchup.
Κάρφωσε μια τηγανητή πατάτα με το πιρούνι του και τη βούτηξε στο κέτσαπ.

καυτό θέμα

(situação complicada, informal, figurado)

στρογγυλή τηγανητή πατάτα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

hash browns, χας μπράουνς

(com batata ralada e frita) (είδος φαγητού με πατάτα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τηγανητές πατάτες

Você prefere batata fria ou cozida?
Προτιμάς τηγανητές πατάτες ή βραστές;

πατατάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vamos comer sanduíches ou batata frita no lanche.
Ας φάμε σάντουϊτς και πατατάκια για μεσημεριανό.

τηγανητή πατάτα

Kate mergulhou um batata frita no ketchup e comeu.
Η Κέιτ βούτηξε μια τηγανητή πατάτα στο κέτσαπ και την έφαγε.

πατατάκια

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sempre que ele trazia batata frita para escola, dividia com os amigos.
Κάθε φορά που έφερνε πατατάκια στο σχολείο, τα μοιραζόταν με τους φίλους του.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του batata στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.