Τι σημαίνει το entrar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης entrar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entrar στο πορτογαλικά.
Η λέξη entrar στο πορτογαλικά σημαίνει εισέρχομαι, μπαίνω, λαμβάνω μέρος, μπαίνω, ξεκινάω, ξεκινώ, μπαίνω, μπαίνω σε κτ, μπαίνω, εισέρχομαι, μπαίνω, μπαίνω, πάω μέσα, μπαίνω μέσα, μπαίνω, μπαίνω σε κτ, εισχωρώ σε κτ, μπαίνω, κατατάσσομαι, εισχωρώ σε κτ, συζητώ, μπαίνω, με παίρνουν, έρχομαι, μπαίνω, επεμβαίνω, καταφέρνω να μπω σε κτ, τρυπάω, μπαίνω μέσα, μπαίνω, μπαίνω σε, μπαίνω σε, συνδέομαι σε, βγαίνω στη σκηνή, αναλαμβάνω δράση, μπαίνω στα κρυφά, γυμνάζομαι, συμμετέχω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα, καταρρέω, τα λέμε με κπ, μπαίνω αθόρυβα, σταματάω, σταματώ, επικοινωνώ, βγαίνω γρήγορα, εμφανίζομαι γρήγορα, εκρήγνυμαι, εγχειρίζομαι, πιάνω φωτιά, έρχομαι σε επαφή με, μπαίνω στην ουρά, μπαίνω στη σειρά, κάνω τα πάντα, μπαίνω σε λεπτομέρειες, κάνω απεργία, ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα, γίνομαι της μόδας, εκτίθεμαι σε κάτι, επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, έρχομαι σε επαφή με κπ, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση, μπαίνω στον αγώνα, τίθεμαι σε ισχύ, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, είμαι κεντραρισμένος, εμφανίζομαι σε πάρτυ ακάλεστος, τίθεμαι σε ισχύ, εμφανίζομαι στη σκηνή, βρίσκω τη φόρμα μου, ξεκινάει ο τοκετός, κινώ διαδικασίες, τυγχάνω αδιαφορίας, συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ, πτωχεύω, σχηματίζω ουρά, έρχομαι σε σύγκρουση με κτ/κπ, εκρήγνυμαι, κάνω, υφίσταμαι, αναπτύσσω μετάσταση, μπαίνω στο παιχνίδι, ανοίγω συζήτηση, πιάνω συζήτηση, ωθώ, σπρώχνω, πλατσουρίζω, κάνω βιαστικά, μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν, ορμάω από κτ, εισβάλλω, βελτιώνω τη φυσική μου κατάσταση, λέω, λέω τη γνώμη μου, φεύγω, περιμένω στην ουρά, μπαίνω βιαστικά, πηγαίνω απρόσκλητος, πηγαίνω ακάλεστος, αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει, πολεμώ, επικοινωνώ, αφήνω κπ να μπει σε κτ, μπαίνω έρποντας, μπαίνω σε κτ, μπαίνω, απορροφώμαι σιγά σιγά, μπαίνω σε κτ, καλώ κπ να περάσει μέσα, κάνω εμφάνιση-αστραπή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης entrar
εισέρχομαι(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pode entrar, mas antes por favor bata para anunciar sua presença. Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου. |
μπαίνωverbo transitivo (πηγαίνω μέσα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele entrou na casa. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το αεροσκάφος εισήλθε στον ελληνικό εναέριο χώρο στις πέντε ακριβώς. |
λαμβάνω μέρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele decidiu entrar no concurso para ver se podia vencer. Αποφάσισε να λάβει μέρος στον διαγωνισμό για να δει αν θα μπορούσε να κερδίσει. |
μπαίνω(entrar em cena) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A atriz entra no palco logo no início do segundo ato. Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης. |
ξεκινάω, ξεκινώverbo transitivo (σταδιοδρομία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele ingressou na profissão médica após anos de formação escolar. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως γιατρός μετά από χρόνια εκπαίδευσης. |
μπαίνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω σε κτverbo transitivo (καθομιλουμένη) |
μπαίνω(a pé) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sempre que alguém entra na loja, toca uma campainha. Κάθε φορά που μπαίνει κάποιος στο κατάστημα χτυπάει ένα κουδουνάκι. |
εισέρχομαι, μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Entre, a porta está aberta. Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή. |
πάω μέσα, μπαίνω μέσα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Está quente aqui fora. Você gostaria de entrar? Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα; |
μπαίνω(entrar: a pé) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω σε κτverbo transitivo |
εισχωρώ σε κτ
Os exploradores entraram no interior da floresta. |
μπαίνω(veículo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Abri a porta e entrei. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα. |
κατατάσσομαι(στρατός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele vai se aposentar do exército no próximo ano; ele só tinha dezoito anos quando entrou. Συνταξιοδοτείται από το στρατό του χρόνου. Ήταν μόνο δεκαοχτώ όταν κατατάχθηκε. |
εισχωρώ σε κτverbo transitivo |
συζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) É uma história longa, não vamos entrar nisso agora. Είναι μεγάλη ιστορία. Ας μην το συζητήσουμε τώρα. |
μπαίνω(figurado, informal: se envolver) (σε συζήτηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
με παίρνουν(καθομιλουμένη: σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έρχομαι, μπαίνω(figurado, envolver-se) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Precisamos de conselho especializado, e é aí que você entra. Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος. |
επεμβαίνωverbo transitivo (numa situação) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele entrou no argumento para ajudá-la. |
καταφέρνω να μπω σε κτverbo transitivo (ser aceito) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Apenas metade das pessoas nos testes entraram no time. Μόνο οι μισοί από όσους πήραν μέρος στα δοκιμαστικά κατάφεραν να μπουν στην ομάδα. |
τρυπάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A furadeira entrou no porta do cofre. |
μπαίνω μέσα(informal: num veículo) |
μπαίνωverbo transitivo (se envolver) (σε συζήτηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω σε
|
μπαίνω σε(num veículo) (όχημα) |
συνδέομαι σε
|
βγαίνω στη σκηνή(teatro, palco) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναλαμβάνω δράση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Não podemos simplesmente ignorar a situação - precisamos agir. Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση. |
μπαίνω στα κρυφά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γυμνάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμμετέχω(μαζί με κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você quer rachar com a gente o presente da chefe? |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα(fazer uma confusão) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταρρέω(instalação nuclear) (τήξη πυρηνικού αντιδραστήρα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Μετά το ατύχημα, ο πυρηνικός σταθμός άρχισε να καταρρέει. |
τα λέμε με κπ(καθομ, πληθ: συνομιλία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω αθόρυβα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Περίμενε μέχρι να μην κοιτάει κανείς, μετά μπήκε αθόρυβα από την πίσω πόρτα. Οι διαρρήκτες μπήκαν και βγήκαν αθόρυβα στο σπίτι χωρίς να ξυπνήσουν τους ιδιοκτήτες. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A escola para na próxima semana para as férias de verão. Το σχολείο σταματάει για τις καλοκαιρινές διακοπές την επόμενη βδομάδα. |
επικοινωνώ(με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você deve contatar seu médico se tiver uma febre alta. Αν κάνεις υψηλό πυρετό θα πρέπει να επικοινωνήσεις με τον γιατρό σου. |
βγαίνω γρήγορα, εμφανίζομαι γρήγορα(aparecer rapidamente) A estrela precipitou-se no palco. |
εκρήγνυμαι(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Richard explodiu quando soube o que aconteceu. |
εγχειρίζομαιexpressão (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πιάνω φωτιά(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το αυτοκίνητο τυλίχτηκε ξαφνικά στι φλόγες, παγιδεύοντας τους επιβαίνοντες. |
έρχομαι σε επαφή με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você pode entrar em contato conosco pelo endereço acima. |
μπαίνω στην ουρά, μπαίνω στη σειρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos nós entramos na fila da montanha-russa. |
κάνω τα πάντα(figurado, informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω σε λεπτομέρειεςlocução verbal (συχνά περιττές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sem entrar em detalhes, diga-me por que o pote de bolachas está vazio. Não entendi a pergunta, você poderia dar mais detalhes? |
κάνω απεργία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os trabalhadores fizeram greve para protestar contra a redução nos salários. |
ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα(gíria: fazer algo porque é popular) (χωρίς σκέψη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι της μόδαςlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκτίθεμαι σε κάτιexpressão (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή. |
επιδεινώνομαι, χειροτερεύωlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έρχομαι σε επαφή με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση(firmar um compromisso) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω στον αγώναlocução verbal (desportista: entrar no jogo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τίθεμαι σε ισχύexpressão (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είμαι κεντραρισμένοςlocução verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
εμφανίζομαι σε πάρτυ ακάλεστοςlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι χούλιγκαν αποφάσισαν να εμφανιστούν στο πάρτυ ακάλεστοι και να κάνουν φασαρία. |
τίθεμαι σε ισχύlocução verbal (lei) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμφανίζομαι στη σκηνήlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βρίσκω τη φόρμα μουexpressão (informal: exercício) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκινάει ο τοκετόςlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κινώ διαδικασίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τυγχάνω αδιαφορίαςexpressão verbal (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Suzana preocupava-se de o seu conselho entrar por um ouvido e sair pelo outro. |
συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πτωχεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σχηματίζω ουράexpressão verbal |
έρχομαι σε σύγκρουση με κτ/κπexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκρήγνυμαι(ηφαίστειο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω, υφίσταμαι, αναπτύσσω μετάστασηlocução verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μπαίνω στο παιχνίδιlocução verbal (ficar envolvido) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανοίγω συζήτηση, πιάνω συζήτησηlocução verbal (começar a conversar ou discutir) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ωθώ, σπρώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Um homem na multidão gritou comigo por entrar à força. |
πλατσουρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω βιαστικάlocução verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carol deixou o motor ligado enquanto entrava rapidamente na loja para comprar alguns cigarros. |
μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθενexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο Τζεφ κοίταζε τον καθρέφτη καθώς έμπαινε με την όπισθεν στη θέση στάθμευσης. |
ορμάω από κτ(informal) |
εισβάλλω(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βελτιώνω τη φυσική μου κατάστασηexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ir à academia regularmente ajudou Alice a entrar em forma para a maratona. |
λέωexpressão (informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν ξέρεις την απάντηση, σε παρακαλώ πες την. |
λέω τη γνώμη μου(informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Posso entrar na conversa? Eu só queria dizer que achei sua apresentação fantástica. Μπορώ να πω τη γνώμη μου; Ήθελα μόνο να πω ότι η παρουσίασή σας μου φάνηκε φανταστική. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Henry estava ficando impaciente para começar uma jornada por si mesmo. Ο Χένρι ανυπομονούσε να φύγει μόνος του. |
περιμένω στην ουρά(esperar na fila, aguardar na fila) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πρέπει να περιμένετε στην ουρά τη σειρά σας, όπως όλοι οι άλλοι. |
μπαίνω βιαστικά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηγαίνω απρόσκλητος, πηγαίνω ακάλεστοςexpressão verbal (informal: ir sem ser convidado) |
αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσειexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Há alguém na porta chamando por você. Devo deixá-lo entrar? Είναι κάποιος στην πόρτα και σε ζητάει. Να τον αφήσω να μπει μέσα; |
πολεμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επικοινωνώexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Θα επικοινωνήσουμε μόλις ολοκληρώσεις την πρώτη σου εργασία. |
αφήνω κπ να μπει σε κτlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπαίνω έρπονταςlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Um homem de preto entrou furtivamente nos arbustos. |
μπαίνω σε κτ(veículo) Susan entrou no táxi e pediu ao motorista que a levasse à casa dela. Η Σούζαν μπήκε στο ταξί και ζήτησε απ' τον οδηγό να την πάει στο σπίτι της. |
μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu entrei na casa. Μπήκα στο σπίτι. |
απορροφώμαι σιγά σιγά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Αφού απέτυχα να περάσω τις εξετάσεις στην ιατρική, με απορρόφησε σιγά σιγά η διδασκαλία. |
μπαίνω σε κτlocução verbal (num veículo) (με όχημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλώ κπ να περάσει μέσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω εμφάνιση-αστραπή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έκανε μια εμφάνιση-αστραπή στη συνάντηση. Σχεδόν δεν τον πήραμε είδηση. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entrar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του entrar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.