Τι σημαίνει το bean στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bean στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bean στο Αγγλικά.

Η λέξη bean στο Αγγλικά σημαίνει φασόλι, χτυπάω, χτυπώ, φασολιά, ξερό, φαγητό από φασόλια και πηγμένο γάλα, φύτρες φασολιών, πουφ, σακουλάκι - παιχνίδι, γεμισμένο με ξερά φασόλια ή άλλο υλικό παρόμοιου σχήματος, πουφ, μαύρο φασόλι, φασόλι σόγιας, γίγαντες, σπόρος φυτού που παράγει καστορέλαιο, κόκκος κακάο, κόκος καφέ, κουκιά, κουκί, φασόλι φλαζολέ, φασολάκι, φασολάκια, ζελεδάκι, νεφροφάσολα, φασόλι Λίμα, χαρουπόσπορο, ροβίτσα, φύτρο ροβίτσας, φασόλι νέιβι, φασόλι navy, φασόλι, κόκκινο φασόλι, κόκκινα νεφροφάσολα, φασολάκι, σογιόσπορος, γάλα σόγιας, σόγια, σόγια, από σόγια, αμπελοφάσουλο, λουβί βανίλιας, ποικιλία φασολιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bean

φασόλι

noun (legume)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dried beans are economical and can be used in a variety of recipes.
Τα ξερά φασόλια είναι οικονομικά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε πολλές συνταγές.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (US, slang (hit in the head) (στο κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
During the baseball game, Derek's hit beaned Jeremy right in the head.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα μπέιζμπολ, η βολή του Ντέρεκ βρήκε τον Τζέρεμι κατακέφαλα.

φασολιά

noun (legume plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The climate here is perfect for growing corn, beans, and tomatoes.

ξερό

noun (US, Can, slang (head) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
You can solve this problem if you use your bean.

φαγητό από φασόλια και πηγμένο γάλα

noun (food: tofu)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bean curd or tofu is used a lot in East Asian cooking.

φύτρες φασολιών

plural noun (edible bean shoots)

I ordered a salad made of bean sprouts and green onions.

πουφ

noun (soft seat)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Mia sits on a beanbag to play video games.

σακουλάκι - παιχνίδι, γεμισμένο με ξερά φασόλια ή άλλο υλικό παρόμοιου σχήματος

noun (toy)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The street performer was juggling with five beanbags.

πουφ

noun (large soft bead-filled sack to sit on)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαύρο φασόλι

noun (Latin American: black turtle bean)

Black beans with rice is a common dish in many Latin American countries.

φασόλι σόγιας

noun (Asian: soybean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γίγαντες

noun (mainly UK (legume: lima bean) (φασόλια)

The vegetarian option on our menu this evening is a casserole made with butter beans.

σπόρος φυτού που παράγει καστορέλαιο

noun (seed of castor oil plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I think the castor bean is pressed to obtain its oil.

κόκκος κακάο

noun (often plural (seed of cacao tree)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The principle ingredient in chocolate comes from fermented and roasted cocoa beans.

κόκος καφέ

noun (usually plural (seed of coffee tree)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The coffee I'm serving was made from freshly ground coffee beans.

κουκιά

noun (botany: plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουκί

noun (usually plural (edible pulse)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fava beans are delicious in stews but do tend to cause flatulence.

φασόλι φλαζολέ

noun (pale-green seed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φασολάκι

noun (green vegetable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One of my favorite meals is a simple plate piled high with freshly steamed French beans.

φασολάκια

plural noun (legume: French bean)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The African nation of Burkina Faso produces green beans for export to Europe.
Το αφρικανικό κράτος Μπουρκίνα Φάσο παράγει πράσινα φασόλια (or: χλωρά φασόλια) για εξαγωγή στην Ευρώπη.

ζελεδάκι

noun (candy: small chewy sweet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sally bought a packet of jelly beans.

νεφροφάσολα

plural noun (red-brown edible legumes) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The main ingredients of chilli con carne are minced beef and kidney beans.

φασόλι Λίμα

noun (mainly US (legume: butter bean)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαρουπόσπορο

noun (carob seed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ροβίτσα

noun (small green legume)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mung beans are easy to sprout. When preparing chop suey in the San Francisco style, the sprouts of the mung bean are called for.
Η ροβίτσα φυτρώνει εύκολα. Όταν φτιάχνει κανείς τσοπ σούι αλά Σαν Φρανσίσκο χρειάζεται φύτρες ροβίτσας.

φύτρο ροβίτσας

noun (edible sprouted legume)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φασόλι νέιβι, φασόλι navy

noun (legume: small white kidney bean)

φασόλι

noun (variety of pulse or legume)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Burrito filling is often made with pinto beans.

κόκκινο φασόλι

noun (legume: kidney bean)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινα νεφροφάσολα

noun (red-purple legume) (ανεπίσημο)

φασολάκι

noun (edible green bean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We had cod in parsley sauce served with runner beans and new potatoes.

σογιόσπορος

noun (edible legume)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γάλα σόγιας

noun (liquid obtained from soybeans)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σόγια

(soybean)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σόγια

noun (food: soybean seed) (καρπός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They serve edible soybeans as an appetizer.
Σερβίρουν βρώσιμη σόγια ως ορεκτικό.

από σόγια

adjective (made of soybeans)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Have you tried this new soybean dip?
Έχεις δοκιμάσει το καινούριο ντιπ σόγιας;

αμπελοφάσουλο

noun (green vegetable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My dad grows a variety of vegetables, such as peas and string beans.

λουβί βανίλιας

noun (bean from vanilla plant)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The vanilla beans are picked by hand.

ποικιλία φασολιού

noun (legume)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bean στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bean

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.