Τι σημαίνει το bear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bear στο Αγγλικά.

Η λέξη bear στο Αγγλικά σημαίνει αρκούδα, αντέχω, αντέχω, βγάζω, κάνω, κάνω, στέκω, κάνω, αγενής, αγροίκος, αρκούδα, αρκούδα, παλούκι, μανίκι, μένω, παραμένω, μεταφέρω, φέρομαι, συμπεριφέρομαι, φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνω, τρέφω, φέρω, έχω, μειώνω την τιμή, συνεχίζω, πρυμνίζω, εξωθώ, πιέζομαι, πιέζω, επιβαρύνω, πλησιάζω γρήγορα, πλησιάζω απειλητικά, σχετίζομαι με, συνδέομαι με, επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, στηρίζω, επιβεβαιώνω, ανέχομαι, υποφέρω, τα καταφέρνω, κάνω υπομονή, δείχνω κατανόηση, γιγάντιος μυρμηγκοφάγος, oρυκτερόπους, κάνω παιδί, κρατάω κακία, κρατάω κακία σε κπ, κρατάω κακία σε κπ για κτ, μοιάζω με κπ, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ, γλύκισμα από ζύμη που το σχήμα του μοιάζει με πόδι αρκούδας, αρκουδάκι, ψευδομαρτυρώ, ψευδομαρτυρώ, ψευδομαρτυρώ, κάνω καρπούς, αποδίδω καρπούς, ζεστή αγκαλιά, έχω στο νου μου, αγορά που υφίσταται κρίση, δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ, κελιά αρκούδων, διαμερίσματα αρκούδων, που αξίζει να επαναλάβουμε, που αξίζει να επαναληφθεί, μαρτυρώ, επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτ, αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω, επιβαρύνομαι με κτ, αναλαμβάνω τα έξοδα, αναλαμβάνω τα έξοδα του, φέρω το όνομα, παγίδα για αρκούδες, ψευδής ένδειξη για πτώση του χρηματιστηρίου, σχετίζομαι, με συγχωρείτε, παρουσιάζομαι ως μάρτυρας, καταθέτω ενάντια σε κπ, καταθέτω εναντίον κάποιου, φωλιά αρκούδας, μαύρη αρκούδα, μαύρη αρκούδα, χρησιμοποιώ κτ σε κτ, καφέ αρκούδα, Μεγάλη Άρκτος, κάνω την καρδιά μου πέτρα, αρκούδα Γκρίζλι, αρκούδα Γκρίζλι, έχω στον νου μου, έχω στο νου μου κπ για κτ, κινκατζού, κοάλα, δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι, πάντα, πολική αρκούδα, θηλυκή αρκούδα, λούτρινος αρκούδος, Μεγάλη Άρκτος, Μικρή Άρκτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bear

αρκούδα

noun (mammal: ursidae) (ζώο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
America is home to many species of bear.
Στην Αμερική υπάρχουν πολλά είδη αρκούδας.

αντέχω

transitive verb (support weight)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bridge must bear the weight of the cars and trucks.
Η γέφυρα πρέπει να αντέχει το βάρος αυτοκινήτων και φορτηγών.

αντέχω

transitive verb (endure [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He could hardly bear the suspense.
Με το ζόρι άντεχε την αγωνία.

βγάζω

transitive verb (produce flowers, fruit) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After several years of drought, the apple tree finally bore fruit.
Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς.

κάνω

transitive verb (give birth to: a child)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The queen bore fourteen children, but only three survived childhood.
Η βασίλισσα γέννησε δεκατέσσερα παιδιά αλλά μόνο τρία έζησαν μετά την παιδική ηλικία.

κάνω

transitive verb (give [sb] with an heir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Queen bore her husband three daughters.
Η βασίλισσα χάρισε στον άντρα της τρεις κόρες.

στέκω

transitive verb (withstand, stand up to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He knew his alibi would bear scrutiny, so he had no problem telling it to the detectives.
Ήξερε ότι το άλλοθί του θα περνούσε (με επιτυχία) τον έλεγχο κι έτσι δεν είχε πρόβλημα να το αναφέρει στους ερευνητές.

κάνω

intransitive verb (curve: left, right)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You need to bear left at the fork in the road.
Πρέπει να κάνεις αριστερά στη διχάλα του δρόμου.

αγενής, αγροίκος

noun (US, informal, figurative (rude person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a bear first thing in the morning.

αρκούδα

noun (business pessimist) (ζαργκόν, μτφ: επιχείρηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In the current recession, we're all bears.

αρκούδα

noun (informal (finance: short seller) (ζαργκόν, μτφ: οικονομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bear sells when he hopes prices will go even lower.

παλούκι, μανίκι

noun (US, informal, figurative ([sth] difficult) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Avoid taking economics with Professor Smith; his class is a bear! This tax form is a bear!

μένω, παραμένω

intransitive verb (remain)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
He would bear true to the promises he made.

μεταφέρω

transitive verb (carry [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The donkey had to bear the load to the camp.

φέρομαι, συμπεριφέρομαι

transitive verb (conduct: yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He bore himself with courage and distinction.

φέρω, αναλαμβάνω, λαμβάνω

transitive verb (assume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will bear the responsibility for my decisions.

τρέφω

transitive verb (ill will, resentment: harbour)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George doesn't bear any ill will towards people whose views are completely different from his own.

φέρω

transitive verb (display, show [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The warrior's face bore several deep scars.

έχω

transitive verb (have: name, title)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He bears his father's name.

μειώνω την τιμή

transitive verb (finance: attempt to lower price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The brokers were trying to bear the stocks.

συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (carry off after winning)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πρυμνίζω

phrasal verb, intransitive (nautical: change course)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξωθώ

phrasal verb, intransitive (labor: push baby out) (το έμβρυο στο τελικό στάδιο τοκετού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζομαι

phrasal verb, intransitive (US (apply pressure, concentrate) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You have to know when to conserve your strength and when to bear down with every bit of energy you have.
Πρέπει να ξέρεις πότε να συντηρείς την δύναμή σου και πότε να πιέζεσαι με όση ενέργεια έχεις.

πιέζω

(push, press on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bear down on the pen to make clear carbon copies.

επιβαρύνω

(figurative (weigh heavily upon) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma felt the full weight of her financial worries bearing down on her.

πλησιάζω γρήγορα

(UK (rush towards)

The truck came bearing down on the brothers as they were crossing the street.

πλησιάζω απειλητικά

phrasal verb, transitive, inseparable (approach threateningly)

The man was bearing down on Jim along the path.

σχετίζομαι με, συνδέομαι με

phrasal verb, transitive, inseparable (formal (be relevant)

επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, στηρίζω

phrasal verb, transitive, separable (confirm: a fact)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These figures bear out the fact that more children are becoming obese nowadays.
Αυτοί οι αριθμοί επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι περισσότερα παιδιά γίνονται παχύσαρκα στις μέρες μας.

επιβεβαιώνω

phrasal verb, transitive, separable (support: [sb]'s assertion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He said it was a job for younger men, and the statistics bear him out.
Είπε ότι ήταν δουλειά για νεότερους άντρες και οι στατιστικές τον επιβεβαίωσαν.

ανέχομαι, υποφέρω

phrasal verb, intransitive (endure [sth] difficult)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She is bearing up well despite the pressure she is under.

τα καταφέρνω

phrasal verb, intransitive (remain strong in adversity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω υπομονή, δείχνω κατανόηση

phrasal verb, transitive, inseparable (be patient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I asked them to bear with me while I checked the details of their booking.
Τους ζήτησα να κάνουν υπομονή, ενώ έλεγχα τις λεπτομέρειες της κράτησής τους.

γιγάντιος μυρμηγκοφάγος

noun (animal: giant anteater)

oρυκτερόπους

noun (colloquial (animal: aardvark)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάνω παιδί

verbal expression (give birth to a baby)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Helen bore a child at the age of 43.

κρατάω κακία

verbal expression (be resentful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω κακία σε κπ

verbal expression (be resentful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fred bore a grudge against his brothers.

κρατάω κακία σε κπ για κτ

verbal expression (be resentful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julie bears a grudge against her neighbour for cutting down a hedge that was actually on Julie's property.

μοιάζω με κπ

verbal expression (look like)

He bears a striking resemblance to his sister.

είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ

verbal expression (carry weapons)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Every citizen has the right to bear arms.

γλύκισμα από ζύμη που το σχήμα του μοιάζει με πόδι αρκούδας

(cuisine)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αρκουδάκι

noun (baby bear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Never get between a bear cub and its mother; she will attack you to protect her child.

ψευδομαρτυρώ

verbal expression (lie in court)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The law takes the act of bearing false witness very seriously.

ψευδομαρτυρώ

verbal expression (Bible: lie about [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sin of bearing false witness is a serious offense before God.

ψευδομαρτυρώ

verbal expression (Bible: lie about [sb]) (εις βάρος κάποιου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You shall not bear false witness against your neighbor.

κάνω καρπούς

(plant: produce fruit) (δέντρο)

It can take several years before a new lemon tree begins to bear fruit.
Μπορεί να χρειαστούν αρκετά χρόνια πριν αρχίσει να κάνει καρπούς μια νέα λεμονιά.

αποδίδω καρπούς

(figurative (idea: succeed) (μεταφορικά)

It started as a brainstorm idea but gradually it began to bear fruit.

ζεστή αγκαλιά

noun (figurative (affectionate embrace)

έχω στο νου μου

verbal expression (consider, take into account)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bear in mind that we already have an enormous sum invested in the project.
Έχε στο νου σου ότι έχουμε ήδη επενδύσει ένα τεράστιο ποσό στο έργο.

αγορά που υφίσταται κρίση

noun (stock trading)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oil prices are currently in a bear market.

δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ

verbal expression (be totally unlike)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boy bears no resemblance to his father or his other brother.

κελιά αρκούδων, διαμερίσματα αρκούδων

noun (bear enclosure in zoo, etc.) (σε ζωολογικό κήπο)

που αξίζει να επαναλάβουμε, που αξίζει να επαναληφθεί

verbal expression (be worth saying again) (θέμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαρτυρώ

verbal expression (confirm, be evidence of [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The examination results bear testament to everyone's hard work.

επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτ

verbal expression (take the worst of [sth]'s impact)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω

verbal expression (pay)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Taxpayers will bear the cost of health care reform.

επιβαρύνομαι με κτ

verbal expression (pay) (δυσαρέσκεια)

αναλαμβάνω τα έξοδα

verbal expression (pay)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναλαμβάνω τα έξοδα του

verbal expression (pay)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her father is bearing the expense of the wedding.

φέρω το όνομα

transitive verb (be named after)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many butterfly species bear the name of their discoverers.

παγίδα για αρκούδες

noun (snare to catch bears)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψευδής ένδειξη για πτώση του χρηματιστηρίου

noun (figurative, UK (stock market indicator) (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σχετίζομαι

(formal (be relevant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How will these new findings bear upon our approach to educating children?

με συγχωρείτε

interjection (Please be patient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please bear with me - this will only take five minutes.

παρουσιάζομαι ως μάρτυρας

(testify)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταθέτω ενάντια σε κπ, καταθέτω εναντίον κάποιου

(testify)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A wife cannot be forced to bear witness against her husband.

φωλιά αρκούδας

noun (lair of a bear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαύρη αρκούδα

noun (American mammal) (Αμερική)

Black bears are smaller than Grizzly or Polar bears.

μαύρη αρκούδα

noun (Asian mammal) (Ασία)

χρησιμοποιώ κτ σε κτ

verbal expression (apply [sth])

Ali brought all his strength to bear on the heavy door.

καφέ αρκούδα

noun (North American mammal)

Kodiak bears and grizzly bears are species of the brown bear.

Μεγάλη Άρκτος

noun (constellation, Ursa Major)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω την καρδιά μου πέτρα

verbal expression (suffer without complaint) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρκούδα Γκρίζλι

noun (American bear)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Don't bring any food with you when you camp here; there are grizzlies.

αρκούδα Γκρίζλι

noun (American mammal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω στον νου μου

verbal expression (remember [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now, keep in mind that in May of 1929 the stock market hadn't crashed yet.
Mην ξεχνάτε, λοιπόν, ότι τον Μάιο του 1929 δεν είχε συμβεί ακόμα το κραχ του χρηματιστηρίου.

έχω στο νου μου κπ για κτ

verbal expression (consider [sb] for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you ever need a cleaner, keep me in mind.

κινκατζού

noun (rainforest mammal, American)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κοάλα

noun (incorrect but common (Australian marsupial)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Koala bears are native to Australia.

δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι

verbal expression (be unpleasant thought)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάντα

noun (black-and-white bearlike animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They say that panda bears will only eat bamboo.
Λένε ότι τα πάντα τρώνε μόνο μπαμπού.

πολική αρκούδα

noun (arctic mammal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The polar bear hunts for seals as its main food.
Οι πολικές αρκούδες κυνηγάνε φώκιες ως κύρια πηγή τροφή.

θηλυκή αρκούδα

noun (animal: female bear)

λούτρινος αρκούδος

noun (soft toy bear) (παιχνίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Timmy never goes anywhere without his teddy bear.
Ο Τίμι δεν πηγαίνει πουθενά χωρίς το αρκουδάκι του.

Μεγάλη Άρκτος

noun (constellation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I identified Ursa Major on the star chart.

Μικρή Άρκτος

noun (constellation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.