Τι σημαίνει το bloody στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bloody στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bloody στο Αγγλικά.

Η λέξη bloody στο Αγγλικά σημαίνει ματωμένος, αιματηρός, αναθεματισμένος, καταραμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, τρελά, ματώνω, ματώνω, αιμοδιψής, πορφυρός, βαθυκόκκινος, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, μπλάντι μέρι, σκηνή αιματοχυσίας, καταραμένο χάλι, καταραμένο χάλι, μαύρο χάλι, μπάχαλο, που διψάει για αίμα, ξεροκέφαλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bloody

ματωμένος

adjective (covered in blood)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The paramedics held the bloody shirt tightly to the man's wound.
Οι διασώστες κρατούσαν το ματωμένο πουκάμισο σφιχτά πάνω στην πληγή του άνδρα.

αιματηρός

adjective (conflict, reign: violent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bloody conflict in the region has continued for months.
Η αιματηρή διένεξη στην περιοχή συνεχίζεται για μήνες.

αναθεματισμένος, καταραμένος

adjective (UK, potentially offensive, slang (used to express anger)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This bloody pen won't work.
Αυτό το καταραμένο στυλό δεν γράφει.

αναθεματισμένος, καταραμένος

adjective (UK, potentially offensive, slang (intensifier)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I was running in the park when this bloody great dog leapt at me.

τρελά

adverb (UK, potentially offensive, slang (intensifier: very) (μτφ, ανεπίσημο: πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Brr. It's bloody cold today!
Μπρρρ. Κάνει τρελό κρύο σήμερα!

ματώνω

transitive verb (stain with blood)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thorns scratched my arm and bloodied my sleeve.
Τα αγκάθια έγδαραν το χέρι μου και μάτωσαν το μανίκι μου.

ματώνω

transitive verb (nose, etc.: cause to bleed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bullies bloodied his nose and left him with a black eye.
Οι νταήδες μάτωσαν τη μύτη του και του μαύρισαν το μάτι.

αιμοδιψής

adjective (cruel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ruler of this ancient city had a reputation as a bloody tyrant.

πορφυρός, βαθυκόκκινος

adjective (dark red)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alizarin crimson is a bloody colour.

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!

interjection (vulgar, slang, UK (shock, annoyance) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μπλάντι μέρι

noun (cocktail) (κοκτέιλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The Bloody Mary cocktail is viewed by some as a morning hangover cure!

σκηνή αιματοχυσίας

noun (scene: gory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The body had been horrifically mutilated; it was a bloody mess.

καταραμένο χάλι

noun (UK, slang, potentially offensive (job: incompetent) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You've made a bloody mess of the whole situation.
Εξαιτίας σου η όλη κατάσταση έφτασε σε καταραμένο χάλι.

καταραμένο χάλι, μαύρο χάλι

noun (UK, slang, potentially offensive (place: untidy) (μεταφορικά)

This place is a bloody mess! It hasn't been tidied in weeks.
Αυτό το μέρος έχει μαύρο χάλι. Δεν έχει καθαριστεί για βδομάδες.

μπάχαλο

noun (UK, slang, potentially offensive (disorder) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cataloguing system was a bloody mess, you couldn't find anything.

που διψάει για αίμα

adjective (person: bloodthirsty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεροκέφαλος

adjective (UK, informal (person: unreasonably stubborn)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bloody στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.