Τι σημαίνει το red στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης red στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του red στο Αγγλικά.

Η λέξη red στο Αγγλικά σημαίνει κόκκινος, κόκκινος, κόκκινο, κόκκινος, αιματηρός, κόκκινος, κόκκινος, κόκκινα, κόκκινο κρασί, κόκκινος, κόκκινο, ερυθρά χρωστική τεύτλων, κατακόκκινος, παντζάρι, κατακόκκινος, κατακόκκινο, καφεκόκκινο, καφεκόκκινος, πιάνω στα πράσα, κερασί, κερασής, καλαμποκόφιδο, μείον, είμαι κόκκινο πανί, μανούκα, ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω, κόκκινο, κόκκινος, σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα, κόκκινο μυρμήγκι, Κόκκινα Βέλη, κόκκινο φασόλι, ερυθρό αιμοσφαίριο, κεφαλάς, τούβλο, τούβλινος, νεοϊδρυθείς, κόκκινο λάχανο, κόκκινη κάρτα, κόκκινο χαλί, κόκκινο χαλί, ιδιαίτερη μεταχείριση, ειδική μεταχείριση, προνομιακή μεταχείριση, κόκκινη άργιλος, κόκκινο τριφύλλι, ο Ερυθρός Σταυρός, κόκκινο μούρο, κόκκινο ελάφι, ερυθρός νάνος, κομμουνιστική σημαία, προειδοποιητικό σημάδι, κόκκινο πανί, κόκκινη αλεπού, ερυθρός γίγαντας, κόκκινα μαλλιά, παραπλανητικό στοιχείο, αντιπερισπασμός, κόκκινα νεφροφάσολα, μίνιο, κόκκινο φανάρι, απορρίπτω, διαγράφω, κόκκινη γραμμή, βάζω όριο σε κτ, ακυρώνω, δεν επιτρέπω την απογείωση, κόκκινο κρέας, μπαρμπούνι, κόκκινη βελανιδιά, ξύλο κόκκινης βελανιδιάς, κόκκινο κρεμμύδι, κόκκινο πάντα, κόκκινη πιπεριά, εξαφανισμένο είδος ράλλου, κόκκινη κορδέλα, κόκκινο ρύζι, κόκκινο ρύζι, Κοκκινοσκουφίτσα, κόκκινο ρόδο, κόκκινος σολoμός, Ερυθρά Θάλασσα, κόκκινο σέτερ, λυθρίνι, κόκκινος σκίουρος, σέσκουλο, γραφειοκρατία, ερυθρά παλίρροια, ταμπλόιντ, κόκκινο κρασί, κόκκινος λύκος, οξύθυμος, νευρικός, ευέξαπτος, δυναμικός, καφεκόκκινο, καφεκόκκινος, κόκκινα μάτια, νυχτερινή πτήση, που έχει κόκκινα μάτια, ντροπιασμένος, αναψοκοκκινισμένος, κοκκινομάλλης, επ' αυτοφόρω, κοκκινομάλλης, καυτός, καυτό σίδερο, αξιομνημόνευτη μέρα, περιοχή όπου συχνάζουν ιερόδουλες, αμερικανική γερακίνα, αγελαίος, κόκκινο πουλί, σεκοβαρβιτάλη, Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος., από κόκκινα τούβλα, χτισμένος με κόκκινα τούβλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης red

κόκκινος

adjective (color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The red car passed quickly.
Το κόκκινο αυτοκίνητο πέρασε γρήγορα.

κόκκινος

adjective (hair colour: auburn)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bridget has red hair.
Η Μπρίτζετ έχει κόκκινα μαλλιά.

κόκκινο

noun (color)

My favourite colour is red.
Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το κόκκινο.

κόκκινος

adjective (cheeks: flushed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our cheeks were red in the cold air.
Τα μάγουλά μας είχαν κοκκινήσει από τον κρύο αέρα.

αιματηρός

adjective (figurative (bloody)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The protests evolved into a red revolution.

κόκκινος

adjective (figurative, informal (communist) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The West fought against the "red menace".

κόκκινος

adjective (Soviet) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Boris fought in the Red Army.

κόκκινα

noun (red clothing)

The woman is wearing red.

κόκκινο κρασί

noun (red wine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I prefer a red with pasta.

κόκκινος

noun (figurative, informal (communist)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Trotsky was a red.

κόκκινο

noun (traffic light: stop)

Please stop on red.

ερυθρά χρωστική τεύτλων

noun (food colouring) (χρωστική τροφίμων)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατακόκκινος

adjective (US (reddish purple in colour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παντζάρι

adjective (person: flushed) (μτφ: κοκκίνισμα προσώπου)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
He turned beet red with embarrassment.
Έγινε παντζάρι από τη ντροπή του.

κατακόκκινος

adjective (vibrantly red)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was wearing blood red lipstick.

κατακόκκινο

noun (vibrant red colour) (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That carpet is a garish blood red.

καφεκόκκινο

noun (orangey-brown colour) (χρώμα)

καφεκόκκινος

noun as adjective (orangey-brown)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιάνω στα πράσα

(figurative (discover [sb] committing a crime) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I caught the thief red handed stealing my jewels.

κερασί

noun (deep red colour) (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her lips were of cherry red, her eyes of the palest blue.

κερασής

adjective (of a deep red colour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The beautiful jewel was a deep cherry-red colour.

καλαμποκόφιδο

noun (reptile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μείον

adjective (figurative (owing money)

The company had been in the red for years, but under the new CEO it recovered completely.
Η εταιρεία ήταν μείον για χρόνια, αλλά ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος την επανέφερε ολοκληρωτικά.

είμαι κόκκινο πανί

verbal expression (colloquial (that provokes anger) (μεταφορικά)

μανούκα

noun (New Zealand tree)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω

verbal expression (figurative (celebrate, party) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To celebrate their win, the whole football team went out to paint the town red.
Για να γιορτάσουν τη νίκη τους, ολόκληρη η ποδοσφαιρική ομάδα βγήκε να ξεφαντώσει.

κόκκινο

noun (shade of red)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόκκινος

adjective (pepper red in color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα

noun (readiness for emergency)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We've all been on red alert since the last attack.

κόκκινο μυρμήγκι

noun (stinging insect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can often see red ants foraging for food in the forest.

Κόκκινα Βέλη

plural noun (UK (Royal Air Force display team) (ομάδα αεροπορικών ακροβασιών)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινο φασόλι

noun (legume: kidney bean)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ερυθρό αιμοσφαίριο

noun (red corpuscle: component of blood)

Red blood cells carry oxygen around the body.

κεφαλάς

noun (variety of fish) (είδος ψαριού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τούβλο

noun (reddish building material)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τούβλινος

noun as adjective (building: made of red bricks)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεοϊδρυθείς

noun as adjective (UK, figurative (university: newer, not Oxbridge)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κόκκινο λάχανο

noun (red-purple leafy vegetable)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινη κάρτα

noun (soccer: shown when player is sent off)

κόκκινο χαλί

noun (long mat laid out for [sb] important)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The red carpet was rolled out ready for the Queen's visit.

κόκκινο χαλί

noun (figurative (preferential treatment) (μεταφορικά: ευνοϊκή μεταχείριση, στρώνω)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Our suppliers gave us the red carpet treatment when we visited their factory.
Οι προμηθευτές μας μάς έστρωσαν το κόκκινο χαλί, όταν επισκεφθήκαμε το εργοστάσιό τους.

ιδιαίτερη μεταχείριση, ειδική μεταχείριση, προνομιακή μεταχείριση

noun (special treatment)

κόκκινη άργιλος

(geology)

κόκκινο τριφύλλι

noun (flowering plant)

ο Ερυθρός Σταυρός

noun (medical relief agency)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Red Cross is frequently the first relief agency to operate in war-torn areas.

κόκκινο μούρο

noun (small edible red berry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love redcurrant jam on croissants. Her lipstick was the color of redcurrants.
Μ' αρέσουν πολύ τα κρουασάν με μαρμελάδα κόκκινου μούρου.

κόκκινο ελάφι

noun (animal in Europe and Asia)

ερυθρός νάνος

noun (astronomy: type of star) (αστέρας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Astronomers have discovered a new planet circling a red dwarf which is 30 light years away.

κομμουνιστική σημαία

noun (communist symbol)

The red flag no longer flies over the Kremlin.

προειδοποιητικό σημάδι

noun (figurative (danger sign)

Drinking more than four beers every evening is a definite red flag for alcoholism.

κόκκινο πανί

noun (figurative (provocation) (μεταφορικά)

His constant complaining was acting as a red flag to me.

κόκκινη αλεπού

(animal)

ερυθρός γίγαντας

noun (astronomy: type of star) (αστέρας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A red giant can be seen in the constellation of Orion.

κόκκινα μαλλιά

noun (auburn or ginger hair)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

παραπλανητικό στοιχείο

noun ([sth] deliberately misleading)

Agatha Christie used red herrings in her books to keep readers guessing.
Η Αγκάθα Κρίστι συχνά παραπλανούσε τους αναγνώστες για να τους κρατάει σε αγωνία.

αντιπερισπασμός

noun ([sth] drawing attention from main issue)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
All that show of charm was just a red herring to distract us from his evil plan.
Όλη αυτή η ψεύτικη γοητεία ήταν απλά αντιπερισπασμός για να μας αποσπάσει την προσοχή από τα σατανικά σχέδιά του.

κόκκινα νεφροφάσολα

noun (red-purple legume) (ανεπίσημο)

μίνιο

noun (lead oxide: pigment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόκκινο φανάρι

noun (traffic light indicating stop)

You should always stop at the red light.

απορρίπτω

noun (figurative (signal not to act)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The building project got a red light from the town planners.

διαγράφω

transitive verb (draw line through to cancel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόκκινη γραμμή

noun (ice hockey rink marking)

βάζω όριο σε κτ

transitive verb (establish safe maximum speed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακυρώνω

transitive verb (figurative (mark [sb/sth] for cancellation) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν επιτρέπω την απογείωση

transitive verb (cause plane to be grounded)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόκκινο κρέας

noun (steak, lamb, etc.)

Red meat generally has a stronger flavour than white meat.

μπαρμπούνι

noun (fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόκκινη βελανιδιά

noun (North American oak tree)

ξύλο κόκκινης βελανιδιάς

noun (wood of North American tree)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινο κρεμμύδι

noun (edible bulb)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Always use red onions when making ceviche.
Να χρησιμοποιείς πάντα κόκκινο κρεμμύδι όταν μαγειρεύεις σεβίτσε.

κόκκινο πάντα

noun (firefox: racoon-like animal native to China)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινη πιπεριά

noun (vegetable: capsicum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Technically speaking, red peppers are actually fruits, not vegetables. My wife says I use too much red pepper when I make chili.
Από τεχνική απόψεως η κόκκινη πιπεριά είναι φρούτο και όχι λαχανικό.

εξαφανισμένο είδος ράλλου

noun (extinct bird) (πτηνό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κόκκινη κορδέλα

noun (symbol: AIDS awareness)

κόκκινο ρύζι

noun (US (southern US recipe)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινο ρύζι

noun (rice with reddish-brown outer layer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Κοκκινοσκουφίτσα

noun (fairytale character)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
The wolf disguised itself as Red Riding Hood's grandmother.

κόκκινο ρόδο

noun (historical (royal emblem) (σε οικόσημο)

κόκκινος σολoμός

noun (variety of fish)

Red salmon's a lot more expensive than it used to be.

Ερυθρά Θάλασσα

noun (channel to Indian Ocean)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κόκκινο σέτερ

noun (breed of hunting dog) (ράτσα σκύλου)

λυθρίνι

noun (large pink fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Red snapper is such a popular fish that it is endangered in many parts of the world.
Το λυθρίνι είναι τόσο δημοφιλές ψάρι που είναι υπό εξαφάνιση σε πολλά μέρη του κόσμου.

κόκκινος σκίουρος

noun (animal: Eurasian rodent)

Numbers of red squirrels in some European countries have declined since the introduction of the grey squirrel from North America.

σέσκουλο

noun (green vegetable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραφειοκρατία

noun (figurative, informal (bureaucracy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prepare yourself for a lot of red tape when buying a house in Italy.
Προετοιμάσου για πολλή γραφειοκρατία κατά την αγορά σπιτιού στην Ιταλία.

ερυθρά παλίρροια

(sea discoloration)

ταμπλόιντ

plural noun (UK, informal (tabloid newspapers)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κόκκινο κρασί

noun (alcoholic drink made from grapes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Red wine is supposedly good for the heart if drunk in moderation. Would you care for a glass of red wine?
Το κόκκινο κρασί υποτίθεται ότι είναι ευεργετικό για την υγεία εάν καταναλώνεται με μέτρο.

κόκκινος λύκος

noun (small variety of wolf)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

οξύθυμος, νευρικός, ευέξαπτος

adjective (figurative (excitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυναμικός

adjective (US, informal (vigorous, virile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John's a true red-blooded guy – I don't know anyone else quite like him.

καφεκόκκινο

noun (color: brown tinged with red)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καφεκόκκινος

adjective (brown tinged with red)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κόκκινα μάτια

noun (uncountable (camera flash reflection in the eyes) (σε φωτογραφία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Most modern cameras have a setting which helps to reduce red-eye.

νυχτερινή πτήση

noun (informal (late-night plane flight)

I'm exhausted: I took the red-eye from London to New York.

που έχει κόκκινα μάτια

adjective (having red eyes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντροπιασμένος

adjective (figurative (embarrassed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναψοκοκκινισμένος

adjective (with flushed face)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κοκκινομάλλης

adjective (having red hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I met the cutest red-haired boy yesterday!

επ' αυτοφόρω

adverb (figurative (in the act of committing a crime)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The shoplifter was caught red-handed as he stuffed items into his pockets. The police nabbed the men red-handed with a hefty bag of heroin.

κοκκινομάλλης

adjective (having auburn or ginger hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Red-headed people usually have fair skin that sunburns easily.

καυτός

adjective (very hot, burning)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καυτό σίδερο

noun (burning brand)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The farmer marked his cattle with a red-hot iron.

αξιομνημόνευτη μέρα

noun (noteworthy or memorable day)

περιοχή όπου συχνάζουν ιερόδουλες

noun (part of town frequented by prostitutes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμερικανική γερακίνα

noun (bird: Buteo jamaicensis)

αγελαίος

noun (variety of bird) (ζωολογία: ωδικό πουλί Βόρειας Αμερικής)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Down by the pond you can hear red-winged blackbirds singing in the reeds.

κόκκινο πουλί

noun (US (bird with red plumage)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σεκοβαρβιτάλη

noun (US, slang (capsule of drug: secobarbital) (ναρκωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.

adjective (UK, figurative, informal (newer provincial university)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

από κόκκινα τούβλα, χτισμένος με κόκκινα τούβλα

adjective (made of red brick)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του red στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του red

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.