Τι σημαίνει το booming στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης booming στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του booming στο Αγγλικά.

Η λέξη booming στο Αγγλικά σημαίνει ηχηρός, βροντερός, τρανταχτός, που ακμάζει, βαθύς ήχος, κρότος, οικονομική άνθηση, ακούγομαι δυνατά, ανθώ, ανθίζω, παφλασμός, μπούμα, μάτσα, αύξηση, πλωτήρας, μπούμα, ευημερία, ευπραγία, ευημερία, ευπραγία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης booming

ηχηρός, βροντερός, τρανταχτός

adjective (resonant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The actor is known for his booming voice.

που ακμάζει

adjective (flourishing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Suzanne has turned her love of food into a booming catering business.

βαθύς ήχος

noun (resonant sound)

The booming of Big Ben signalled the start of a new year.

κρότος

noun (explosive noise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The tree fell to the forest floor with a boom.
Το δέντρο έπεσε κάτω στο δάσος με έναν κρότο.

οικονομική άνθηση

noun (economic prosperity)

The boom of the 1920s ended with the Wall Street Crash.
Η οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1920 έληξε με το Κραχ της Γουόλ Στριτ.

ακούγομαι δυνατά

intransitive verb (sound loudly and deeply)

Sam's deep voice boomed throughout the auditorium.
Η βαθιά φωνή του Σαμ αντήχησε σε όλο το αμφιθέατρο.

ανθώ, ανθίζω

intransitive verb (business, economy: prosper) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Business at the new cake shop is booming.
Οι δουλειές στο νέο μαγαζί με τις τούρτες πάνε καλά.

παφλασμός

noun (crashing sound of waves)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Maura could hear the boom of waves crashing on the shore in the distance.

μπούμα, μάτσα

noun (sailing ship: pole) (ιστιοπλοΐα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cross-beam at the bottom of that sail is the boom.

αύξηση

noun (period of time with high activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's recently been a boom of artistic activity at the university.

πλωτήρας

noun (waterway barricade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The inlet is protected by a floating boom.

μπούμα

noun (microphone pole)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Raphael extended the boom so the actors could be heard better.

ευημερία, ευπραγία

noun (prosperity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The region is currently enjoying a booming economy.

ευημερία, ευπραγία

noun (rapidly increasing demand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a booming market in mobile phone apps.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του booming στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.