Τι σημαίνει το boom στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boom στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boom στο Αγγλικά.

Η λέξη boom στο Αγγλικά σημαίνει κρότος, οικονομική άνθηση, ακούγομαι δυνατά, ανθώ, ανθίζω, παφλασμός, μπούμα, μάτσα, αύξηση, πλωτήρας, μπούμα, αντηχώ, περίοδος αύξησης των γεννήσεων, αύξηση των γεννήσεων στις ΗΠΑ μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, απότομα σκαμπανευάσματα, μπούμποξ, γκέτο-μπλάστερ, επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη, υπερηχητικός κρότος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boom

κρότος

noun (explosive noise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The tree fell to the forest floor with a boom.
Το δέντρο έπεσε κάτω στο δάσος με έναν κρότο.

οικονομική άνθηση

noun (economic prosperity)

The boom of the 1920s ended with the Wall Street Crash.
Η οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1920 έληξε με το Κραχ της Γουόλ Στριτ.

ακούγομαι δυνατά

intransitive verb (sound loudly and deeply)

Sam's deep voice boomed throughout the auditorium.
Η βαθιά φωνή του Σαμ αντήχησε σε όλο το αμφιθέατρο.

ανθώ, ανθίζω

intransitive verb (business, economy: prosper) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Business at the new cake shop is booming.
Οι δουλειές στο νέο μαγαζί με τις τούρτες πάνε καλά.

παφλασμός

noun (crashing sound of waves)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Maura could hear the boom of waves crashing on the shore in the distance.

μπούμα, μάτσα

noun (sailing ship: pole) (ιστιοπλοΐα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cross-beam at the bottom of that sail is the boom.

αύξηση

noun (period of time with high activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's recently been a boom of artistic activity at the university.

πλωτήρας

noun (waterway barricade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The inlet is protected by a floating boom.

μπούμα

noun (microphone pole)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Raphael extended the boom so the actors could be heard better.

αντηχώ

phrasal verb, intransitive (sound loudly and deeply)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His deep, resonant voice boomed out across the lake, awakening me from a day dream.

περίοδος αύξησης των γεννήσεων

noun (period of increase in births)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αύξηση των γεννήσεων στις ΗΠΑ μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο

noun (post-World War II)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απότομα σκαμπανευάσματα

noun (economy: alternating extremes)

Arnold's life had followed a boom-and-bust cycle, rich one moment, broke the next.

μπούμποξ, γκέτο-μπλάστερ

noun (slang (ghetto blaster: portable stereo) (φορητό κασετόφωνο)

MP3 players and iPods have replaced the boom box.

επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη

noun (period of commercial growth)

υπερηχητικός κρότος

noun (noise produced as speed of sound is passed)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boom στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.