Τι σημαίνει το briller στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης briller στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του briller στο Γαλλικά.

Η λέξη briller στο Γαλλικά σημαίνει λάμπω, τα πάω περίφημα, λάμπω, αστράφτω, λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω, φαίνομαι, πλημμυρισμένος, λάμπω, καίω, λάμπω, λάμπω, λαμποκοπώ, αστράφτω, λαμπυρίζω, αστράφτω, λάμπω, λαμποκοπώ, φεγγοβολώ, λάμπω, αστράφτω, λαμπυρίζω, σπινθηροβολώ, λάμπω, αστράφτω, τρεμοφέγγω, λαμπυρίζω, λάμπω, λαμποκοπώ, λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω, ανάβω, διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ, αισθητά, ορατά, εμφανώς, λάμπω, αστράφτω, στιλβώνω, λουστράρω, ξεπερνώ σε λάμψη, λάμπω περισσότερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης briller

λάμπω

verbe intransitif (soleil,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le soleil brille fort aujourd'hui.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο ήλιος ακτινοβολεί στον ουρανό.

τα πάω περίφημα

(personne)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle va briller (or: exceller) dans la compétition.
Θα τα πάει περίφημα στο διαγωνισμό.

λάμπω, αστράφτω

verbe intransitif (visage) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son visage va briller (or: rayonner) de plaisir quand il ouvrira son cadeau.
Το πρόσωπό του θα λάμψει από ενθουσιασμό, όταν ανοίξει το δώρο.

λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Regarde comme son collier brille dans la lumière.

φαίνομαι

verbe intransitif (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλημμυρισμένος

verbe intransitif (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les costumes aux couleurs éclatantes faisaient briller la scène.

λάμπω

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Glenn brillait ce soir ; tout le monde était impressionné par son esprit.

καίω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Une lumière douce brillait à l'horizon.

λάμπω

verbe intransitif (yeux) (από ενθουσιασμό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάμπω, λαμποκοπώ, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'immeuble en verre brillait sous le soleil.
Το γυάλινο κτίριο έλαμπε στον ήλιο.

λαμπυρίζω, αστράφτω, λάμπω, λαμποκοπώ, φεγγοβολώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λάμπω, αστράφτω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le soleil étincelait sur le capot de la voiture.

λαμπυρίζω, σπινθηροβολώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les paillettes sur la robe de Linda brillaient alors qu'elle dansait.

λάμπω, αστράφτω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le lac brillait au clair de lune.
Η λίμνη έλαμπε στο φεγγαρόφωτο.

τρεμοφέγγω, λαμπυρίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nuit était claire et les étoiles scintillaient (or: brillaient).
Ήταν μια ξάστερη νύχτα και τα αστέρια λαμπύριζαν.

λάμπω, λαμποκοπώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα αστέρια έλαμπαν φωτεινά στον νυχτερινό ουρανό.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il y a eu comme un éclair (or: un flash) dans une pièce à l'étage, puis la maison est retombée dans l'obscurité la plus totale.
Ένα φως άναψε στιγμιαία σε ένα δωμάτιο επάνω και μετά το σπίτι επέστρεψε στο απόλυτο σκοτάδι.

διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ

(figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il n'est pas très pédagogue, mais il brille en maths.
Δεν ξέρει να τα εξηγήσει καλά, αλλά πραγματικά διαπρέπει στα μαθηματικά.

αισθητά, ορατά, εμφανώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λάμπω, αστράφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il était midi et le soleil était éblouissant (or: brillait d'un éclat éblouissant, or: brillait d'un éclat aveuglant).
Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έλαμπε.

στιλβώνω, λουστράρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais faire briller mes phares en les astiquant.

ξεπερνώ σε λάμψη, λάμπω περισσότερο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'étoile polaire brille plus que les autres étoiles.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του briller στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.