Τι σημαίνει το brotar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brotar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brotar στο πορτογαλικά.

Η λέξη brotar στο πορτογαλικά σημαίνει βλασταίνω, αναβλύζω, ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι, εκβλαστάνω, εκβλασταίνω, αναπτύσσω, ξεφυτρώνω, φυτρώνω, ορθώνομαι απειλητικά, αναβλύζω, αναβρύζω, πετάγομαι, βουρκώνω, δακρύζω, γεννιέμαι, φυτρώνω, πρασινίζω, ανθίζω, ανθίζω, ανθίζω, εξαπλώνομαι, προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα, βγαίνω, συμβαίνω στα ξαφνικά, ξεσπάω ξαφνικά, ξεχύνομαι, τρέχω, κυλάω, πετάγομαι από κτ, αναπτύσσομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brotar

βλασταίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As sementes estavam finalmente brotando.
Τα φιντάνια βλάστησαν επιτέλους.

αναβλύζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A água brotou da fonte.
Από την πηγή ανάβλυζε νερό.

ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι

(figurado) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Novas casas parecem brotar em todo lugar hoje em dia.
Απ' ό,τι φαίνεται, νέα σπίτια ξεπετάγονταν παντού εκείνο τον καιρό.

εκβλαστάνω, εκβλασταίνω

(λόγιο: φυτά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Um novo galho está brotando do tronco da planta. um pêlo brotou no nariz da bruxa.
Μια τρίχα φύτρωσε στη μύτη της μάγισσας.

αναπτύσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não importa quão rente ele se barbeie, parece que novos pelos estão sempre brotando no queixo de George na hora do almoço.

ξεφυτρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As flores brotaram da planta.

φυτρώνω

(για φυτά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aquelas sementes que eu plantei no mês passado finalmente começaram a brotar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα φυντάνια φυτρώνουν στην αρχή της εποχής της ανάπτυξης.

ορθώνομαι απειλητικά

(informal)

αναβλύζω, αναβρύζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A menininha cavou um buraco na areia e observou a água brotar dentro dele.
Το κοριτσάκι έσκαψε μια τρύπα στην άμμο και έβλεπε το νερό να αναβλύζει.

πετάγομαι

(figurado, aparecer repentinamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As pessoas brotaram para protestar contra o aumento do preço do pão.
Ο κόσμος πετάχτηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αύξηση της τιμής του ψωμιού.

βουρκώνω, δακρύζω

(μάτια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lágrimas brotaram nos olhos de Tina quando ela ouviu a notícia.
Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της Τίνας όταν έμαθε τα νέα.

γεννιέμαι, φυτρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Uma ideia começou a brotar na mente de Lacey.
Η ιδέα άρχισε να γεννιέται στο μυαλό της Λέισι.

πρασινίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανθίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os narcisos brotam em fevereiro.
Ο ασφόδελος ανθίζει συνήθως το Φεβρουάριο.

ανθίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανθίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O plano para o projeto está finalmente florescendo.
Το σχέδιο για την εργασία επιτέλους αναπτύσσεται.

εξαπλώνομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O senador sabia que as perguntas sobre a campanha surgiriam.
Ο γερουσιαστής ήξερε ότι θα προέκυπταν ερωτήσεις για την εκστρατεία του.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sentamos na praia e vimos o sol surgir sobre a água.
Καθίσαμε στην παραλία και παρακολουθήσαμε τον ήλιο να βγαίνει από το νερό.

συμβαίνω στα ξαφνικά, ξεσπάω ξαφνικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A primavera está brotando em todo o lado.
Ξαφνικά ήρθε παντού η άνοιξη!

ξεχύνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os sentimentos fluíram dela.
Τα συναισθήματά της ξεχύθηκαν από μέσα της.

τρέχω, κυλάω

verbo transitivo (cair lágrima) (δάκρυα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As lágrimas rolaram pelas bochechas.

πετάγομαι από κτ

αναπτύσσομαι

(από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A empresa cresceu a partir de uma pequena firma de família para virar um negócio multimilionário.
Η επιχείρηση εξελίχθηκε από μια μικρή οικογενειακή εταιρεία σε μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brotar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.