Τι σημαίνει το romper στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης romper στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του romper στο πορτογαλικά.

Η λέξη romper στο πορτογαλικά σημαίνει παύω να έχω σχέση με κπ, απομακρύνομαι από κπ/κτ, τρυπάω, τρυπώ, σπάω, σπάω, σπάζω, αποσχίζομαι, υφίσταμαι ρήξη, διαλύω, διαρρηγνύω, καταρρέω, παθαίνω τράβηγμα σε κτ, παρατάω, προβάλλω, εμφανίζομαι απότομα, διαλύω αρραβώνα, αποσχίζομαι από κτ, παθαίνω ρήξη, διακόπτω, τσακώνομαι, χωρίζω, ξεπερνώ τα όρια, διακόπτομαι, διαλύομαι, διαρρηγνύομαι, το χάραμα, ξεσπάω σε κλάμματα, κόβω την συνήθεια, αποσφραγίζω, απομακρύνομαι από τις παραδόσεις, ξεσπάω σε κλάματα, ανοίγω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ξεκινώ ξαφνικά, αρχίζω ξαφνικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης romper

παύω να έχω σχέση με κπ

verbo transitivo (uma sociedade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απομακρύνομαι από κπ/κτ

verbo transitivo

τρυπάω, τρυπώ

verbo transitivo (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O rio rompeu suas margens durante as fortes chuvas. // Os atacantes romperam a muralha da cidade.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το ποτάμι υπερχείλισε κατά τη διάρκεια της μεγάλης βροχόπτωσης.

σπάω

(μτφ: συμβόλαιο, συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O ator quer romper o contrato.

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele quebrou (or: romper) o quadro ao pisar nele.
Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο.

αποσχίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υφίσταμαι ρήξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O estresse do seu novo emprego fez com que Carolina estourasse uma veia em seu olho.
Εξαιτίας του άγχους που βίωνε η Κάρολαϊν στη νέα δουλειά της, έσπασε ένα αιμοφόρο αγγείο μέσα στο μάτι της.

διαλύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt e Glenda decidiram romper o noivado deles.
Ο Ματ και η Γκλέντα αποφάσισαν να διαλύσουν τον αρραβώνα τους.

διαρρηγνύω

verbo transitivo (quebrar e abrir) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταρρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A veia rompeu e desenvolveu gangrena.
Η φλέβα κατέρρευσε και αναπτύχθηκε γάγγραινα.

παθαίνω τράβηγμα σε κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela rompeu o joelho e não poderá jogar.

παρατάω

(relacionamento) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβάλλω, εμφανίζομαι απότομα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο νεοσσός πρόβαλλε από το αυγό, ανυπόμονος να χαιρετήσει τον κόσμο.

διαλύω αρραβώνα

(namoro, noivado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποσχίζομαι από κτ

(cancelar afiliação)

παθαίνω ρήξη

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Marty foi levado para o hospital numa ambulância quando seu apêndice estourou.
Ο Μάρτι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο όταν έπαθε ρήξη η σκωληκοειδής απόφυσή του.

διακόπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela falou, interrompendo meus pensamentos.
Μίλησε, διακόπτοντας τις σκέψεις μου.

τσακώνομαι, χωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπερνώ τα όρια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακόπτομαι, διαλύομαι

(figurado, amizade)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαρρηγνύομαι

verbo pronominal/reflexivo (quebrar e abrir) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το χάραμα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ξεσπάω σε κλάμματα

expressão verbal (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κόβω την συνήθεια

locução verbal (parar de fazer algo)

αποσφραγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avisei-o para não romper o lacre do envelope antes de dá-lo ao funcionário do Governo.
Αν αποσφραγίσεις το προϊόν, δεν θα μπορείς, πια, να το επιστρέψεις στο κατάστημα.

απομακρύνομαι από τις παραδόσεις

expressão verbal (abandonar a tradição)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O meu primo rompeu com o passado e não festejou o Carnaval este ano.

ξεσπάω σε κλάματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοίγω

expressão verbal (κάτι σφραγισμένο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você romper o selo da embalagem do software, não poderá mais devolvê-lo à loja.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Nos anos 60, como muitos jovens da época, ele rompeu com o sistema por um tempo e foi viver numa comunidade hippie.

ξεκινώ ξαφνικά, αρχίζω ξαφνικά

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fiquei surpreso quando a velha senhora repentinamente irrompeu na canção.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ξέσπασαν σε γέλια, όταν άκουσαν την τιμή.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του romper στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του romper

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.