Τι σημαίνει το brouillé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης brouillé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brouillé στο Γαλλικά.
Η λέξη brouillé στο Γαλλικά σημαίνει καβγάς, χτυπητός, κωδικογραφημένος, κρυπτογραφημένος, ασαφής, θολός, θολός, θαμπός, θολός, θολωμένος, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, κάνω ομελέτα, αλλοιώνω, παραμορφώνω, κρυπτογραφώ, κωδικοποιώ, μπλοκάρω, μπερδεύω, συγχύζω, μουτζουρώνω, μουντζουρώνω, θολώνω, κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφές, αποξενώνω, απομακρύνω, μπλέκω, μπερδεύω, θολώνω, χτυπητά αβγά, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης brouillé
καβγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Simon et Matthew ont eu une dispute et ne s'adressent plus la parole. Ο Σάιμον κι ο Μάθιου είχαν μια φιλονικία (or: διαμάχη) και τώρα δεν μιλιούνται. |
χτυπητόςadjectif (œufs) (αυγά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κωδικογραφημένος, κρυπτογραφημένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le son sur l'enregistrement est brouillé : je ne comprends pas ce qu'ils disent. |
ασαφήςadjectif (frontières,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est important que les professeurs affirment leur autorité de sorte à ce que la barrière entre enseignant et élève ne finisse pas brouillée. Είναι σημαντικό οι καθηγητές να ασκούν εξουσία, ώστε τα όρια στις σχέσεις τους με τους μαθητές να μην είναι ασαφή. |
θολόςadjectif (vision, traits,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les bords de la photo sont flous. Οι άκρες της φωτογραφίας είναι θολές. |
θολός, θαμπός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le litige était embrouillé par tous les problèmes liés. |
θολός, θολωμένοςadjectif (yeux, vision) (βλέμμα ή όραση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καβγάς, καυγάς, τσακωμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Miranda et Colin ne se parlent plus : ils ont eu une dispute. |
κάνω ομελέταverbe transitif (des œufs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tina a cassé les œufs dans la casserole et les a brouillés. Η Τίνα έσπασε τα αυγά, τα έριξε στο τηγάνι και έκανε ομελέτα. |
αλλοιώνω, παραμορφώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρυπτογραφώ, κωδικοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter a brouillé le texte au cas où le document serait intercepté. Ο Πίτερ κρυπτογράφησε (or: κωδικοποίησε) το κείμενο, σε περίπτωση που υπέκλεπταν το έγγραφο. |
μπλοκάρωverbe transitif (une émission) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée tenta de brouiller les communications des manifestants. Ο στρατός προσπάθησε να μπλοκάρει την επικοινωνία των διαδηλωτών. |
μπερδεύω, συγχύζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μουτζουρώνω, μουντζουρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Πάμελα μουτζούρωσε τα χρώματα στο σχέδιο με τα παστέλ λάδια που έκανε. |
θολώνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Être inconsistant en matière de punition brouille les règles chez l'enfant. Η ασυνέπεια στην τιμωρία των παιδιών απλά κάνει ασαφείς τους κανόνες. |
κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφέςverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le nombre de détails insignifiants brouillait son argument. |
αποξενώνω, απομακρύνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La personnalité difficile de Tim a fini par éloigner sa femme. |
μπλέκω, μπερδεύωverbe transitif (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as brouillé les pistes, plus personne ne peut te retrouver. Μπέρδεψες τα στοιχεία σου, κανείς δε μπορεί να σε παρακολουθήσει πια. |
θολώνωverbe transitif (rendre obscur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son optimisme a obscurci (or: troublé) son jugement. Η αισιοδοξία του θόλωσε την κρίση του. |
χτυπητά αβγάnom masculin Mon petit-déjeuner préféré, ce sont les œufs brouillés avec du bacon. |
nom féminin (mésentente, fâcherie) Les brouilles entre voisins compliquent toujours les choses. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brouillé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του brouillé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.