Τι σημαίνει το bruto στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bruto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bruto στο πορτογαλικά.

Η λέξη bruto στο πορτογαλικά σημαίνει συνολικός, μεικτός, μεικτά, ακαθάριστα, άγριος, σκληρός, απότομος, σκληρός, αγριάνθρωπος, ζωώδης, κτηνώδης, σκληρός, βάρβαρος, βάναυσος, τραχύς, αδρός, τέρας, θηρίο, που κάνει bullying, που κάνει νταηλίκια, αγενής, άξεστος, ανεπεξέργαστος, αγριάνθρωπος, αγροίκος, αργό πετρέλαιο, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, ανεπεξέργαστα δεδομένα, συνολικός τόκος, μεικτό, ακαθάριστο κέρδος, ακατέργαστο διαμάντι, πλήρης τιμή, μικτός μισθός, μεικτός μισθός, μικτός μισθός, μεικτός μισθός, κέρδος προ φόρων, επαρχιακό ΑΕΠ, ακατέργαστο καύσιμο, ακατέργαστη ζάχαρη, ακατέργαστο διαμάντι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bruto

συνολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O prêmio bruto do carro era de R$ 20.000.
Η συνολική τιμή του αυτοκινήτου ήταν 20.000 δολάρια.

μεικτός

advérbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eles ganharam R$ 20.000 bruto.
Βγάζουν 20.000 δολάρια μεικτά.

μεικτά, ακαθάριστα

adjetivo (figurado, quantidade total de algo) (έσοδα, αμοιβές)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Seu salário líquido é o bruto menos os impostos.

άγριος, σκληρός, απότομος

adjetivo (violento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele é extremamente agressivo com seus filhos.

σκληρός

adjetivo (comida: não refinada)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As fibras brutas no aipo ajudam a limpar o intestino.

αγριάνθρωπος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ele era um bruto dentro e fora do campo de futebol.

ζωώδης, κτηνώδης

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός, βάρβαρος, βάναυσος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O aquecimento global é uma das realidades brutas (or: cruas) da vida moderna.
Το φαινόμενο του θερμοκηπίου αποτελεί μια από τις σκληρές πραγματικότητες της σύγχρονης ζωής.

τραχύς, αδρός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Muitas mulheres achavam os traços brutos de John atraentes.
Πολλές γυναίκες θεωρούν ελκυστικά τα αδρά (or: τραχιά) χαρακτηριστικά του Τζον.

τέρας

(μτφ: πολύ κακός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O irmão de Roger tem a fama de ser uma fera.
Ο αδελφός του Ρότζερ έχει τη φήμη του τέρατος.

θηρίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Há uma fera dentro de cada homem.
Υπάρχει ένα θηρίο μέσα σε κάθε άνθρωπο.

που κάνει bullying, που κάνει νταηλίκια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγενής, άξεστος

(rude, grosseiro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεπεξέργαστος

(produto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγριάνθρωπος, αγροίκος

adjetivo

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela só sai com valentões e grossos (or: brutos).
Φαίνεται να επιλέγει μονίμως να βγαίνει με νταήδες και αγριάνθρωπους.

αργό πετρέλαιο

substantivo masculino (não refinado) (μη επεξεργασμένο πετρέλαιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

substantivo masculino (economia, PIB)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανεπεξέργαστα δεδομένα

Não é suficiente coletar dados brutos: alguém tem que os interpretar.

συνολικός τόκος

substantivo masculino (totalidade de juros)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεικτό, ακαθάριστο κέρδος

substantivo masculino (totalidade de lucro, renda)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ακατέργαστο διαμάντι

πλήρης τιμή

(custo sem desconto) (χωρίς έκπτωση)

μικτός μισθός, μεικτός μισθός

substantivo masculino (pagamento antes dos impostos)

μικτός μισθός, μεικτός μισθός

substantivo masculino (pagamento antes dos impostos)

κέρδος προ φόρων

(quantia ajuntada antes do pagamento de taxas) (λογιστική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επαρχιακό ΑΕΠ

(Produto Interno Bruto de estado/ província)

ακατέργαστο καύσιμο

substantivo masculino (substância não processada usada como energia)

ακατέργαστη ζάχαρη

(cana de açúcar não processada)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ακατέργαστο διαμάντι

substantivo masculino (figurado) (μεταφορικά)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bruto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.