Τι σημαίνει το bum στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bum στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bum στο Αγγλικά.

Η λέξη bum στο Αγγλικά σημαίνει αλήτης, αλήτισσα, τεμπέλης, τεμπέλα, κώλος, κάνω τράκα, κάνω τράκα κτ από κπ, ελεεινός, κάκιστος, άθλιος, ψεύτικος, κουτσός, χαζολογάω, αλητεύω, χαλάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, άδικη κατηγορία, άδικη καταδίκη, κωλομέρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bum

αλήτης, αλήτισσα

noun (US, informal (street person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
There are a lot of bums downtown who panhandle in the tourist areas.
Υπάρχουν πολλοί αλήτες στο κέντρο της πόλης που ζητιανεύουν στις τουριστικές περιοχές.

τεμπέλης, τεμπέλα

noun (informal, figurative (idle person)

Gina's brother is a bum; he's thirty-five but has no job and lives with his mother.
Ο αδελφός της Τζίνας είναι ένας τεμπέλης. Είναι τριάντα πέντε χρονών, αλλά δεν εργάζεται και ζει με τη μητέρα του.

κώλος

noun (UK, informal (buttocks) (άκομψο, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A dog bit Drake on the bum!
Ένα σκυλί δάγκωσε τον Ντρέικ στον πισινό!

κάνω τράκα

transitive verb (slang (obtain by asking, begging) (αργκό: συνήθως τσιγάρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wound down my car window and the man asked me if he could bum a ride.
Κατέβασα το παράθυρο του αυτοκινήτου μου και ένας άνδρας με ρώτησε αν μπορούσε να κάνει τράκα μια κούρσα.

κάνω τράκα κτ από κπ

(slang (obtain by asking, begging) (αργκό: συνήθως τσιγάρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brad is always bumming cigarettes off his friends.
Ο Μπραντ πάντα κάνει τράκα τσιγάρα από τους φίλους του.

ελεεινός, κάκιστος, άθλιος

adjective (informal (inferior, of poor quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Evan gave me bum advice; I wish I hadn't listened to him.

ψεύτικος

adjective (informal (false, misleading)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The informant gave the cops a bum lead.

κουτσός

adjective (informal (lame) (πόδι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He can't run until his bum leg heals.
Δεν μπορεί να τρέξει μέχρι να γίνει καλά το κουτσό του πόδι.

χαζολογάω

phrasal verb, intransitive (US, slang (be idle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Over the holidays, I just bummed around and watched TV.

αλητεύω

phrasal verb, intransitive (US, slang (live as vagrant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλάω

phrasal verb, transitive, separable (mainly US (upset, depress) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (slang ([sb]: lazes on beach)

άδικη κατηγορία

noun (slang (unjust accusation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jason was nowhere near the scene of the crime, but got arrested anyway. He's getting a bum rap.

άδικη καταδίκη

noun (slang (wrongful conviction)

κωλομέρι

noun (usually plural, slang (buttock) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bum στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.