Τι σημαίνει το campanha στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης campanha στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του campanha στο πορτογαλικά.
Η λέξη campanha στο πορτογαλικά σημαίνει καμπάνια, εκστρατεία, εκστρατεία, καμπάνια, περιοδεία στην επαρχεία, εκστρατεία, έντονη προσπάθεια, ανάπτυξη, εγκατάσταση, διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία, κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτ, που περιοδεύει, σημαιοφόρος, πρωτοπόρος, εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισης, συλλογή πόρων για συγκεκριμένο σκοπό, διαφημιστική εκστρατεία, στρατιωτικές επιχειρήσεις, πολιτική εκστρατεία, εκστρατεία, καμπάνια πωλήσεων, προεκλογική εκστρατεία, λασπολογία, κιτρινολογία, προπαγανδιστική καμπάνια, προπαγανδιστική εκστρατεία, προεκλογικές υποσχέσεις, εφιστώ την προσοχή σε κτ, κάνω μια καμπάνια, συμμετέχω σε προεκλογική εκστρατεία, περιοδεύω, ράντζο, διαφημίζω, κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια, κάνω σταυροφορία, κάνω εκστρατεία για κτ, πεδίο μάχης, διαφημιστική καμπάνια, περιοδεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης campanha
καμπάνιαsubstantivo feminino (política) (πολιτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se a campanha correr bem, nós ganharemos. Αν η καμπάνια πάει καλά θα νικήσουμε. |
εκστρατείαsubstantivo feminino (militar) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nós vencemos a guerra por causa da campanha de batalha brilhantemente planejada. Κερδίσαμε τον πόλεμο χάρη στην εξαιρετικά σχεδιασμένη εκστρατεία μάχης. |
εκστρατείαsubstantivo feminino (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A campanha para banir as minas terrestres foi bem-sucedida. Η εκστρατεία για την απαγόρευση των ναρκών ήταν επιτυχημένη. |
καμπάνιαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nossa empresa vai lançar uma nova campanha de vendas na primavera. Η εταιρεία μας θα ξεκινήσει μια νέα διαφημιστική εκστρατεία την άνοιξη. |
περιοδεία στην επαρχείαsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκστρατείαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A campanha de arrecadação de fundos da primavera foi muito bem-sucedida. |
έντονη προσπάθειαsubstantivo feminino (καμπάνια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Uma campanha (or: blitz) publicitária para o novo perfume começou na semana passada. |
ανάπτυξη, εγκατάσταση(στρατός: δύναμης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία(política) (πολιτική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O político fez uma dura campanha para a cadeira no Senado. Ο πολιτικός διεξήγαγε σκληρή καμπάνια για τη θέση του γερουσιαστή. |
κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As mulheres estavam fazendo campanha pelo direito ao voto. Γυναίκες διαδήλωναν για το δικαίωμα ψήφου τους. |
που περιοδεύει(σε αγροτική περιοχή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σημαιοφόρος, πρωτοπόροςsubstantivo masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συλλογή πόρων για συγκεκριμένο σκοπό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαφημιστική εκστρατείαsubstantivo feminino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρατιωτικές επιχειρήσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
πολιτική εκστρατεία(operação de publicidade para um candidato político) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκστρατεία, καμπάνια πωλήσεων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προεκλογική εκστρατεία
|
λασπολογία, κιτρινολογία(uso de escândalo contra oponente político) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προπαγανδιστική καμπάνια, προπαγανδιστική εκστρατεία(πολιτική) |
προεκλογικές υποσχέσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Muitos políticos fazem campanhas de promessa que são quebradas quando eles assumem o cargo. |
εφιστώ την προσοχή σε κτ(figurado, informal) (θέμα, πρόβλημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω μια καμπάνιαlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμμετέχω σε προεκλογική εκστρατείαlocução verbal (para candidato) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
περιοδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ράντζο
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Havia quatro camas de campanha na cabana do acampamento. Υπήρχαν τέσσερα ράντζα στη σκηνή των κατασκηνωτών. |
διαφημίζωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνιαexpressão verbal |
κάνω σταυροφορίαexpressão verbal |
κάνω εκστρατεία για κτexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πεδίο μάχης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ele acabou de terminar várias semanas de operações de campo. |
διαφημιστική καμπάνιαsubstantivo feminino |
περιοδεύωexpressão verbal (πολιτική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O candidato fez campanha em seu distrito, tentando ganhar votos. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του campanha στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του campanha
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.