Τι σημαίνει το carrier στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης carrier στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carrier στο Αγγλικά.

Η λέξη carrier στο Αγγλικά σημαίνει μεταφοράς, εταιρεία μεταφορών, φορέας, πάροχος, σακούλα, τσάντα, αεροπλανοφόρο, μάρσιπος, μπαλκ κάριερ, bulk carrier, μέσο μεταφοράς για διακίνηση φορτίου, ταχυδρομικό περιστέρι, μεταφορική εταιρεία, φορέας δεδομένων, πλοίο μεταφοράς σιτηρών, βοηθός χτίστη, ασφαλιστικός φορέας, ταχυδρόμος, ράφι αποσκευών, καρότσι, καροτσάκι, ταχυδρόμος, βαν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης carrier

μεταφοράς

noun ([sth/sb] that carries)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
The vet loaded the cat into a plastic carrier.
Ο κτηνίατρος έβαλε τη γάτα μέσα σε ένα πλαστικό κλουβί μεταφοράς.

εταιρεία μεταφορών

noun (logistics: transportation company)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tom drives a truck for a major carrier.
Ο Τομ είναι οδηγός φορτηγού για μια μεγάλη εταιρεία μεταφορών.

φορέας

noun (of disease)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Even though he was not symptomatic, he was a carrier of the Ebola virus.
Αν και δεν είχε συμπτώματα, ήταν φορέας του ιού Έμπολα.

πάροχος

noun (telephone company)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Does your carrier charge a fee for long-distance calls?

σακούλα, τσάντα

noun (shopping bag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I forgot to take a carrier with me to the supermarket and had to pay for one.

αεροπλανοφόρο

noun (naval vessel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pilot landed the plane on the deck of the aircraft carrier.

μάρσιπος

noun (wearable device) (για μωρό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπαλκ κάριερ, bulk carrier

noun (cargo ship) (είδος φορτηγού πλοίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Shipping by bulk carrier, although slow, will cost much less than by air.

μέσο μεταφοράς για διακίνηση φορτίου

noun (freight-carrying transport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταχυδρομικό περιστέρι

noun (pigeon: carries messages)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Carrier pigeons were often used during WW1 to carry messages home from the fronts. The letter took so long to get there we may as well have sent it by carrier pigeon!
Τα ταχυδρομικά περιστέρια χρησιμοποιούνταν, συχνά, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, για να μεταφέρουν μηνύματα που έστελναν στις οικογένειές τους όσοι πολεμούσαν στο μέτωπο.

μεταφορική εταιρεία

noun (company providing freight service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That company is a common carrier both in California and Nevada.

φορέας δεδομένων

noun (device that holds information)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πλοίο μεταφοράς σιτηρών

noun (ship that transports grain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βοηθός χτίστη

noun (bricklayer's assistant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ασφαλιστικός φορέας

noun (company issuing an insurance policy)

ταχυδρόμος

(mail carrier)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ράφι αποσκευών

noun (car accessory)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καρότσι, καροτσάκι

noun (trolley for baggage) (για αποσκευές)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταχυδρόμος

noun (US (person employed to deliver post)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My dog barks at my mail carrier every day.

βαν

noun (UK (large saloon car)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carrier στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του carrier

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.