Τι σημαίνει το cartão στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cartão στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cartão στο πορτογαλικά.

Η λέξη cartão στο πορτογαλικά σημαίνει κάρτα, χρεωστική κάρτα, κάρτα για καλή ανάρρωση, ευχές, κάρτα, πλαστικό χρήμα, κάρτα μέλους, φλασάκι, στικάκι, πορτοφολάκι, πορτοφόλι, χρεωστική κάρτα, κάρτα για το σκορ, κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, χρεωστική κάρτα, καρτοτηλέφωνο, εκτυπωτής οπισθογράφησης, διατρητική μηχανή μηχανογράφησης, καταγραφέας δεδομένων, κάρτα μειωμένου εισητηρίου για τρένο, επαγγελματική κάρτα, πιστωτική κάρτα, διάτρητη καρτέλα, κάρτα για το σκορ, επαγγελματική κάρτα, ευχετήρια κάρτα, μαγνητική κάρτα, πιστωτική κάρτα καταστήματος, κάρτα εισόδου εργαζομένων, κάρτα επιβίβασης, χριστουγεννιάτικη κάρτα, κάρτα δώρου, καρτ-ποστάλ, συλλεκτική κάρτα με εικόνα παίκτη μπέιζμπολ, κάρτα γενεθλίων, κάρτα πιστότητας, τηλεκάρτα, έξυπνη κάρτα, κάρτα Switch, κάρτα ανανέωσης χρόνου, εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών, εκπαιδευτική κάρτα, πιστωτική κάρτα, κάρτα SIM, κόκκινη κάρτα, καρταναγνώστης, μαγνητική κάρτα, κάρτα, πιστωτική κάρτα, τηλεκάρτα, κάρτα μέλους/εκπτώσεων καταστήματος, καρτ-ποστάλ, κάρτα προθεσμιακής χρέωσης, εισάγω δεδομένα με χρήση διατρητικής μηχανής, σημάδι, χτυπώ κάρτα, εισάγω με χρήση διατρητικής μηχανής, κάρτα, κάρτα, κάρτα υπενθύμισης, κάρτα υπόμνησης, κάρτα, κάρτα, ταυτότητα, κάρτα ελέγχου, κάρτα πρόσβασης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cartão

κάρτα

substantivo masculino (papel rígido)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρεωστική κάρτα

substantivo masculino (de movimentação bancária)

κάρτα για καλή ανάρρωση

substantivo masculino (de melhoras)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ευχές

substantivo masculino (de natal)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A mãe de Anna sempre envia um cartão de Natal.
Η μητέρα της Άννας πάντα έστελνε ευχές τα Χριστούγεννα.

κάρτα

substantivo masculino (cartão acompanhando o presente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλαστικό χρήμα

substantivo masculino (informal, cartão de crédito)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάρτα μέλους

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φλασάκι, στικάκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Χρησιμοποιώ ένα στικάκι για να κρατώ αντίγραφα ασφαλείας των αρχείων μου. Αντέγραψα τις φωτογραφίες μου στο φλασάκι για να μπορώ να τις δείχνω στους φίλους μου από τους φορητούς υπολογιστές τους.

πορτοφολάκι

substantivo masculino (για κάρτες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πορτοφόλι

substantivo masculino (pequena carteira: cartões de banco, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρεωστική κάρτα

substantivo masculino

κάρτα για το σκορ

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eles nos deram um cartão de pontuação, mas não sabemos como preencher.
Μας έδωσαν μια κάρτα για το σκορ, αλλά δεν ξέραμε πώς να τη συμπληρώσουμε.

κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρεωστική κάρτα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καρτοτηλέφωνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκτυπωτής οπισθογράφησης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διατρητική μηχανή μηχανογράφησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταγραφέας δεδομένων

(άτομο που καταχωρεί)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάρτα μειωμένου εισητηρίου για τρένο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επαγγελματική κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu encomendei meus cartões de visita de uma empresa conhecida por entregar rapidamente.
Παρήγγειλα τις επαγγελματικές μου κάρτες από μια πολύ γνωστή εταιρεία που τις παραδίδει γρήγορα.

πιστωτική κάρτα

(κάρτα για αγορές με πίστωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu sempre uso meu cartão de crédito quando vou às compras.
Όταν πάω για ψώνια, χρησιμοποιώ πάντα την πιστωτική μου κάρτα.

διάτρητη καρτέλα

κάρτα για το σκορ

substantivo masculino (golfe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαγγελματική κάρτα

substantivo masculino

O bancário me deu seu cartão de visita

ευχετήρια κάρτα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαγνητική κάρτα

substantivo masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιστωτική κάρτα καταστήματος

(cartão de crédito de cliente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάρτα εισόδου εργαζομένων

substantivo masculino (registro de entrada e saída de funcionário)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάρτα επιβίβασης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Todos os passageiros devem apresentar o bilhete de embarque antes de entrar no avião.
Όλοι οι επιβάτες οφείλουν να επιδεικνύουν την κάρτα επιβίβασής τους πριν εισέλθουν στο αεροπλάνο.

χριστουγεννιάτικη κάρτα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάρτα δώρου

(vale presentes em cartão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρτ-ποστάλ

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

συλλεκτική κάρτα με εικόνα παίκτη μπέιζμπολ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάρτα γενεθλίων

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα πιστότητας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τηλεκάρτα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξυπνη κάρτα

(cartão plástico lido por máquina) (μεταφορικά)

κάρτα Switch

substantivo masculino (tipo de cartão de débito) (εμπορικό σήμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάρτα ανανέωσης χρόνου

(cartão pré-pago de telefone celular)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών

(tíquete pré-pago de transporte público)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκπαιδευτική κάρτα

substantivo masculino

Χρησιμοποιούσε εκπαιδευτικές κάρτες για να μελετήσει το λεξιλόγιο.

πιστωτική κάρτα

substantivo masculino (ανάλογα το είδος)

κάρτα SIM

substantivo masculino (dispositivo do telefone celular)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κόκκινη κάρτα

(esportes)

καρταναγνώστης

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαγνητική κάρτα

κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não se esqueça de mandar um cartão de aniversário para a sua mãe.
Μη ξεχάσεις να στείλεις στη μαμά σου μια κάρτα για τα γενέθλιά της.

πιστωτική κάρτα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τηλεκάρτα

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu inseri o cartão telefônico após discar o número.

κάρτα μέλους/εκπτώσεων καταστήματος

(fidelização à loja ou cartão especial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καρτ-ποστάλ

substantivo masculino (cartão para envio sem envelope)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάρτα προθεσμιακής χρέωσης

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εισάγω δεδομένα με χρήση διατρητικής μηχανής

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σημάδι

(figurado, marca)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χτυπώ κάρτα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισάγω με χρήση διατρητικής μηχανής

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάρτα

(πιστωτική, χρεωστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Embora seja uma loja pequena, eles aceitam cartões.
Αν και είναι ένα μικρό μαγαζί, δέχονται κάρτες.

κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η λαίδη Σύλβια δεν ήταν στην οικία της, όταν την επισκέφθηκε η Μαίρη. Έτσι, η Μαίρη άφησε την κάρτα της.

κάρτα υπενθύμισης, κάρτα υπόμνησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάρτα

(επαγγελματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταυτότητα

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάρτα ελέγχου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάρτα πρόσβασης

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cartão στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.