Τι σημαίνει το change στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης change στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του change στο Γαλλικά.
Η λέξη change στο Γαλλικά σημαίνει αλλαγή, αλλαξιά, αλλαγμένος, αλλαγμένος, συνάλλαγμα, υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι, κάνω τη διαφορά, κάνω μια ευχάριστη αλλαγή, γυρίζω σελίδα, αλλάζω, αλλάζω, ανακαινίζω, αλλάζω, αλλάζω, κάνω μετεπιβίβαση, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω ταχύτητα, αλλάζω, μετατρέπω, κάνω ψιλά, κάνω λιανά, αλλάζω, αλλάζω, αλλαγή παραστάσεων, διορθώνω, αλλάζω, τροποποιώ, πηγαίνω πέρα δώθε, αλλάζω, ισοτιμία, μεταβαλλόμενος, λάδι, πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσω, επιταγή, καθοριστικός, χρηματιστής, χρηματήστρια, συναλλαγματική, το παιχνίδι έχει αλλάξει, ισοτιμία, αργυραμοιβός, υπηρεσία συναλλάγματος, ανταλλακτήριο συναλλάγματος, σταθερή ισοτιμία, κυμαινόμενο επιτόκιο, πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, ζημία μετατροπής συναλλάγματος, ισοτιμία, μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών, σαν να κόλλησε η βελόνα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης change
αλλαγήnom masculin (Finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le change se fit rapidement. Η αλλαγή συναλλάγματος έγινε πολύ γρήγορα. |
αλλαξιά(vêtement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλλαγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αλλαγμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
συνάλλαγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand une femme arrive à la ménopause, son corps change de façon importante. |
κάνω τη διαφορά(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Qu'est-ce que ça change ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φανείτε γενναιόδωροι, παρακαλώ. Οι δωρεές σας θα κάνουν τη διαφορά. Η Τζόζι προσπαθεί να κάνει τη διαφορά κάνοντας εθελοντική εργασία. |
κάνω μια ευχάριστη αλλαγή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γυρίζω σελίδα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le planning a changé suite à la soudaine tempête. Το πρόγραμμα της ημέρας άλλαξε ως αποτέλεσμα της ξαφνικής μπόρας. |
αλλάζω(une vitesse) (ταχύτητες στο αυτοκίνητο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le conducteur a changé de vitesse tandis que la voiture montait la colline. Ο οδηγός άλλαζε ταχύτητες, καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε στον λόφο. |
ανακαινίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont changé leur cuisine et maintenant, ils ont des plans de travail en granit. Ανακαίνισαν την κουζίνα τους και τώρα έχουν πάγκους από γρανίτη. |
αλλάζωverbe transitif (μεταλλάσσομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À travers les âges, l'homme n'a absolument pas changé sa vraie nature. Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του, ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει καθόλου την αληθινή του φύση. |
αλλάζωverbe transitif (de l'argent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a changé des dollars en euros. Άλλαξε τα δολάρια με ευρώ. |
κάνω μετεπιβίβασηverbe intransitif (transport : correspondance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faut que tu changes à la station Kings Cross. |
αλλάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tout le monde change en vieillissant. Audrey savait que quelque chose avait changé, mais elle ne savait pas quoi exactement. |
αλλάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les feuilles ont changé. |
αλλάζω ταχύτηταverbe intransitif (de vitesse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lorsque le moteur tourne trop vite, tu devrais changer de vitesse. |
αλλάζω, μετατρέπωverbe transitif (devises) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je voudrais changer ces dollars contre des euros. |
κάνω ψιλά, κάνω λιανάverbe transitif (argent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu devrais changer tes billets contre de la monnaie. |
αλλάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Changez les draps au moins une fois par semaine. |
αλλάζωverbe transitif (d'avis) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il changeait d'avis d'un jour sur l'autre. |
αλλαγή παραστάσεων(μεταφορικά: τοποθεσία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La bataille d'eau fut un changement apprécié après tout le travail fait dans le jardin. Το μπουγέλωμα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή μετά τις δουλειές στον κήπο. |
διορθώνω(littéraire : un défaut, un abus...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anna souhaite changer (or: modifier) l'accord. Η Άννα θέλει να αλλάξει τη συμφωνία. |
τροποποιώ(un texte de loi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le représentant a modifié le règlement afin de pouvoir inclure les nouveaux résidents. |
πηγαίνω πέρα δώθε(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mariée aimerait modifier le plan de table. Η νύφη θα ήθελε να αλλάξει τη διάταξη των θέσεων. |
ισοτιμίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le taux de change actuel fait qu'il est coûteux pour les Américains de voyager en Europe. Η τρέχουσα ισοτιμία καθιστά ακριβά τα ταξίδια στην Ευρώπη για τους Αμερικανούς. |
μεταβαλλόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les animaux doivent s'adapter aux conditions climatiques variables (or: qui changent) lors des différentes époques de l'année. |
λάδι(lubrifiant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Martin a mis de l'huile sur le gond pour l'empêcher de grincer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ψέκασε τον μεντεσέ της πόρτας με λίγο λάδι για να σταματήσει να τρίζει. |
πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσωverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιταγή(Finance) (τραπεζική συναλλαγή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Croyez-vous pouvoir me faire parvenir une traite bancaire ? Μήπως μπορείς να μου στείλεις μια τραπεζική επιταγή; |
καθοριστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce volontariat en Amérique centrale a bouleversé ma vie (or: a changé ma vie). |
χρηματιστής, χρηματήστριαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) La plupart des titres ne sont valables qu'auprès d'agents de change. Τα περισσότερα από αυτά τα χρεόγραφα είναι διαθέσιμα μόνο μέσω των χρηματιστών. |
συναλλαγματικήnom féminin L'exportateur a envoyé une lettre de change pour la valeur des biens. |
το παιχνίδι έχει αλλάξει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ισοτιμίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αργυραμοιβόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Après avoir passé la douane, vous trouverez des bureaux de change. Οι αργυραμοιβοί θα έλθουν σε επαφή μαζί σας, μόλις περάσετε τα σύνορα. |
υπηρεσία συναλλάγματοςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανταλλακτήριο συναλλάγματοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Vous trouverez un bureau de change dans les gros aéroports. |
σταθερή ισοτιμίαnom masculin |
κυμαινόμενο επιτόκιοnom masculin |
πραγματική συναλλαγματική ισοτιμίαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ζημία μετατροπής συναλλάγματοςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ισοτιμίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σαν να κόλλησε η βελόνα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Base-ball : lancer lent) Le changement de vitesse du lanceur a atteint le marbre 32 kilomètres par heure moins vite que sa balle rapide. Η πιο αργή μπαλιά του ρίπτη ήρθε στην αρχική βάση κατά 20 μίλια την ώρα πιο αργά από τη γρήγορη μπαλιά του. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του change στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του change
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.