Τι σημαίνει το chargé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chargé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chargé στο Γαλλικά.

Η λέξη chargé στο Γαλλικά σημαίνει φορτωμένος, φορτίο, γεμάτος, φορτίο, βάρος, φορτίο, φορτωμένος, φορτίο, εντολή, διαταγή, έφοδος, φορτίο, βάρος, γέμισμα, φόρτιση, κατηγορία, φορτίο, φορτίο, πολυσύχναστος, θέση, φορτισμένος, φορτωμένος, που δεν έχει πυροβολήσει, βάρος, βάρος, αποπνικτικός, πνιγηρός, εποπτεία, χωρητικότητα, επιβάρυνση, φορτίο, περίτεχνος, υπερφόρτωση, έκδοχο, ευθύνη, πυρετώδης, μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου, επέλαση, φορτώνω σε, φορτώνω, φορτώνω με, ορμώ, ορμώ, χιμώ, γεμίζω, φορτώνω, φορτώνω, φορτώνω, αφηνιάζω, φορτώνω, κάνω buffering, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φορτώνω, κάνω τάκλιν σε κπ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, είμαι υπερβολικός, φορτώνω, γεμίζω, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, φόρτος, αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ, αφόρτιστος, κόστος, θεράπων, ανελκυστήρας εμπορευμάτων, ανυψωτήρας, αναλαμβάνω, καθηγητής, καθηγήτρια, ασανσέρ, κάνω κουμάντο, ανελκυστήρας, ανυψωτήρας, υπεύθυνος αναπλήρωσης ραφιών, υπεύθυνος αναπλήρωσης αποθεμάτων, που περιμένει, επικριτικός, υψηλής ενέργειας, βαθυστόχαστος, συναισθηματικά φορτισμένος, που αποτελεί εταιρική παροχή, στιβαρός, ανθεκτικός, γερός, μεταφοράς φορτίου, στήριξης βάρους, φόρτισης βάρους, που έχει μεγάλη ιστορία, ιστορικός, πολύ φορτωμένος, στην φροντίδα σου, υπό την κηδεμονία σου, υπό τον έλεγχο, ωφέλιμο φορτίο, επιμελητής, επιμελήτρια, γερανός, φροντίδα ηλικιωμένων, άτομο που ρυθμίζει την κυκλοφορία, βοηθός καθηγητή, ευθύνη απόδειξης, φορτηγό πλοίο, σταθερό κόστος, συντηρητής, εκπρόσωπος πωλήσεων, υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών, αντικανονικό φορτίο, φορτίο θραύσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chargé

φορτωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La voiture chargée était visiblement plus basse du fait du poids.

φορτίο

(κυριολεξία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'âne peut porter une lourde charge.
Ο γάιδαρος μπορεί να μεταφέρει βαριά φορτία.

γεμάτος

adjectif (arme)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le fusil était chargé et enfermé à clé dans un coffre-fort.

φορτίο

(figuré : pression psychologique) (μεταφορικά: πίεση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La charge émotionnelle était trop lourde pour qu'elle puisse se détendre correctement.
Δεν μπορεί να χαλαρώσει, γιατί κουβαλάει μεγάλο συναισθηματικό φορτίο.

βάρος, φορτίο

(responsabilité) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La responsabilité de la famille est une charge pour lui.
Είναι βάρος (or: φορτίο) γι' αυτόν το ότι είναι υπεύθυνος για την οικογένειά του.

φορτωμένος

adjectif (décoration) (καθομ, αποδοκιμασίας)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le papier peint de cette pièce est trop chargé.
Η ταπετσαρία σε αυτό το δωμάτιο είναι υπερβολικά φορτωμένη.

φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cela représente une charge considérable pour une si petite voiture.

εντολή, διαταγή

nom féminin (mission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le soldat n'était pas impressionné par la charge qui lui incombait de nettoyer toute la caserne.

έφοδος

nom féminin (Militaire : attaque)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La charge de Pickett fut un événement important de la guerre de Sécession.

φορτίο, βάρος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les piliers du bâtiment supportent la charge des étages supérieurs.
Οι κολώνες του κτηρίου στηρίζουν το φορτίο των από πάνω ορόφων.

γέμισμα

nom féminin (d'une arme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le garçon prépara la prochaine charge du soldat.
Το αγόρι ετοίμασε το επόμενο γέμισμα για το στρατιώτη.

φόρτιση

nom féminin (dispositif électrique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La charge de mon téléphone est basse (or: Mon téléphone est presque déchargé).

κατηγορία

nom féminin (Droit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John était innocent des charges (or: des accusations) portées contre lui.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ισχυρίστηκε πως όλες οι κατηγορίες εναντίον του είναι αβάσιμες.

φορτίο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La police pense que le poseur de bombe a fait exploser une charge qu'il portait.

φορτίο

(objet lourd)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a porté tout le chargement en haut de la colline.
Κουβάλησε το βαρύ φορτίο πάνω στο λόφο.

πολυσύχναστος

(endroit, rue) (πχ δρόμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η καφετέρια έχει πάντα πολύ δουλειά τα πρωινά του Σαββάτου.

θέση

(hiérarchie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est un homme très important. Il occupe une position élevée au sein de l'entreprise.

φορτισμένος

adjectif (Électricité)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φορτωμένος

adjectif (με κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Το φορτωμένο φορτηγό ανέβαινε αργά τον απότομο λόφο.

που δεν έχει πυροβολήσει

adjectif (όπλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ne prends pas plein de bagages : ils ne seront qu'une charge quand tu voyageras en train.

βάρος

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est à l'État que revient la charge de prouver la culpabilité de l'accusé.
Το βάρος της αποδείξεως της ενοχής του κατηγορουμένου πέφτει στην πολιτεία.

αποπνικτικός, πνιγηρός

adjectif (figuré : atmosphère)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'atmosphère de la pièce était chargée.

εποπτεία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je lui ai confié mes affaires.

χωρητικότητα

nom féminin (d'un bateau)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le chaland a une charge de trente tonnes.
Η μαούνα έχει χωρητικότητα τριάντα τόνους.

επιβάρυνση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les dépenses de courrier sont une charge importante sur nos ressources.

φορτίο

nom féminin (quantité)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le camion a apporté une grosse charge de bois de charpente en ville.
Το φορτηγό έφερε στην πόλη ένα μεγάλο φορτίο ξυλείας.

περίτεχνος

adjectif (motif) (θετική σημασία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La tapisserie était couverte de motifs chargés.

υπερφόρτωση

nom féminin (υπολογιστές, δίκτυα κλπ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La surcharge du serveur était due au nombre trop élevé de visites sur le site ce jour-là.

έκδοχο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ευθύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vous avez la responsabilité du succès de ce projet.
Είναι δικό σου καθήκον η επιτυχία αυτού του πρότζεκτ.

πυρετώδης

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η δουλειά στο κατάστημα ήταν πάντα πυρετώδης πριν τα Χριστούγεννα.

μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επέλαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attaque de l'ennemi fut soudaine et brutale.

φορτώνω σε

verbe transitif

Ils ont chargé le camion de livraison de marchandises.
Φόρτωσαν τα προϊόντα στο φορτηγό διανομής.

φορτώνω

verbe transitif (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont chargé le camion en ajoutant encore plus de poids.
Φόρτωσαν το φορτηγό με ακόμα μεγαλύτερο βάρος.

φορτώνω με

verbe transitif

On a chargé la brouette de briques.
Φορτώσαμε το καρότσι με τούβλα.

ορμώ

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le taureau chargea, encore et encore.

ορμώ, χιμώ

verbe transitif (Rugby, ...) (σε κάποιον, κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'équipe adverse a chargé le quarterback.
Η άλλη ομάδα ρίχτηκε στον επιθετικό.

γεμίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les soldats ont chargé le canon et ont fait feu.

φορτώνω

verbe transitif (poids) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le camion était complètement chargé et ne pouvait rien porter d'autre.
Είχαν φορτώσει το φορτηγό πλήρως με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και δεν άντεχε άλλο.

φορτώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφηνιάζω

verbe intransitif (animal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les buffles chargeaient dans ces plaines.

φορτώνω

verbe transitif (une charge à transporter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois aider à charger les bagages pour notre voyage en camping.

κάνω buffering

(Informatique, courant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'essaie de regarder une vidéo mais l'ordinateur continue à charger.
Προσπαθώ να δω ένα βίντεο αλλά ο υπολογιστής συνεχώς φορτώνει.

περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ

verbe transitif (Cinéma, Photographie)

Elle chargea le film dans le projecteur de cinéma.
Πέρασε το φιλμ στην φωτογραφική μηχανή.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbe intransitif (Football américain)

L'équipe charge en moyenne deux cents mètres par match.

φορτώνω

verbe transitif (le coffre, la voiture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois charger la voiture avant que nous partions.

κάνω τάκλιν σε κπ

locution verbale (Football américain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a chargé le joueur avec le ballon.

επιτίθεμαι σε κτ/κπ

verbe transitif (attaquer)

είμαι υπερβολικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oh, tu exagères ! Je n'ai que deux minutes de retard !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν εντελώς υπερβολικός στον ρόλο του καουμπόι.

φορτώνω, γεμίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons chargé (or: rempli) la voiture et sommes partis à la plage.

επιτίθεμαι σε κπ/κτ

verbe transitif (Militaire)

L'armée chargea (or: attaqua) l'ennemi.

φόρτος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai un travail fou ce semestre !
Έχω μεγάλο φόρτο εργασίας αυτό το εξάμηνο.

αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφόρτιστος

(χωρίς ηλεκτρικό φορτίο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κόστος

(argent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θεράπων

(médecin, à l'hôpital)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανελκυστήρας εμπορευμάτων

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανυψωτήρας

nom masculin (φορτία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sa première erreur a été d'assumer la direction.
Το ότι ανέλαβε τη διεύθυνση ήταν το πρώτο του λάθος.

καθηγητής, καθηγήτρια

(université)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Les deux étudiants ont discuté de leurs dissertations avec le professeur.
Οι δύο φοιτητές συζήτησαν τις εργασίες τους με τον καθηγητή.

ασανσέρ

nom masculin (pour objets)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάνω κουμάντο

(καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ανελκυστήρας, ανυψωτήρας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mets le plateau dans le monte-charge.
Βάλε το δίσκο με τα πιάτα στον ανελκυστήρα (or: στο αναβατόριο).

υπεύθυνος αναπλήρωσης ραφιών, υπεύθυνος αναπλήρωσης αποθεμάτων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

που περιμένει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avec un regard chargé d'espoir, James s'est renseigné sur l'événement.

επικριτικός

locution adjectivale (littéraire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υψηλής ενέργειας

locution adjectivale (Électricité)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Les rayons cosmiques sont des particules fortement chargés qui se déplacent très rapidement dans l'espace.

βαθυστόχαστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette chanson est chargée de sens pour moi.

συναισθηματικά φορτισμένος

που αποτελεί εταιρική παροχή

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'assurance maladie aux États-Unis est généralement prise en charge par l'employeur

στιβαρός, ανθεκτικός, γερός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεταφοράς φορτίου

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στήριξης βάρους, φόρτισης βάρους

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που έχει μεγάλη ιστορία

locution adjectivale (ville, région)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορικός

(passé)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ φορτωμένος

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στην φροντίδα σου, υπό την κηδεμονία σου

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπό τον έλεγχο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ωφέλιμο φορτίο

nom féminin (εμπόρευμα)

Le bateau transportait une charge utile de pièces électroniques.

επιμελητής, επιμελήτρια

(Royaume-Uni, Scolaire)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

γερανός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le mât de charge était complètement embourbé après l'énorme tempête.

φροντίδα ηλικιωμένων

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άτομο που ρυθμίζει την κυκλοφορία

(οδικά έργα κλπ.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βοηθός καθηγητή

(Université)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ευθύνη απόδειξης

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φορτηγό πλοίο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σταθερό κόστος

Ma charge fixe la plus importante est le loyer du local.

συντηρητής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Appelle le préposé à l'entretien tout de suite, le radiateur est en train de fuir sur le parquet !

εκπρόσωπος πωλήσεων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La fonction de chargé de clientèle demande un profond goût du service.

υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous embauchons un chargé de clientèle pour l'industrie des télécoms.

αντικανονικό φορτίο

nom féminin

φορτίο θραύσης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chargé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του chargé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.