Τι σημαίνει το chupar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chupar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chupar στο ισπανικά.

Η λέξη chupar στο ισπανικά σημαίνει γλείφω, πιπιλάω, πιπιλίζω, ρουφάω, ρουφώ, ρουφάω, ρουφώ, τα κοπανάω, ρουφάω, ρουφώ, καταναλώνω γρήγορα, χρησιμοποιώ γρήγορα, απορροφώ, πίνω, βαριεστημένος μέχρι θανάτου, ρουφήχτρα, απορροφώ, ρουφάω, πολύ βαρετός, δίνω δεκάρα, δίνω μία, δίνω δεκάρα, δίνω μία, γλείφω, συμπεριφέρομαι δουλικά, καλοπιάνω, δεν με νοιάζει, τα κακαρώνω, τα τινάζω, είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω, τσιμπάω, παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chupar

γλείφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chupó el caramelo durante un buen rato.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σταμάτα να πιπιλίζεις πια αυτό το γλειφιτζούρι!

πιπιλάω, πιπιλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los bebés con frecuencia se chupan el dedo.
Τα μωρά συχνά πιπιλίζουν τον αντίχειρά τους.

ρουφάω, ρουφώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los vampiros chupan la sangre.

ρουφάω, ρουφώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα κοπανάω

(coloquial) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Emily y sus amigas están chupando y chismorreando.
Η Έμιλυ και οι φίλες της τα πίνουν και κοτσομπολεύουν πάλι.

ρουφάω, ρουφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedes usar una pajilla para succionar el agua.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις καλαμάκι για να ρουφήξεις το νερό.

καταναλώνω γρήγορα, χρησιμοποιώ γρήγορα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απορροφώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La esponja absorbió toda el agua.

πίνω

(alcohol)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Veronica bebió demasiado y no puede manejar a casa.

βαριεστημένος μέχρι θανάτου

(coloquial) (μεταφορικά)

El documental de pesca era aburridísimo y no podía esperar a que terminara.

ρουφήχτρα

(coloquial) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El auto es una esponja: hace 15 millas por galón o menos en la ciudad.

απορροφώ, ρουφάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños prestan atención a más cosas de las que nos damos cuenta, y absorben todo lo que ocurre a su alrededor.
Τα παιδιά προσέχουν περισσότερα από ότι αντιλαμβανόμαστε απορροφώντας τα πάντα γύρω τους.

πολύ βαρετός

(coloquial) (αργκό,πιθανώς προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίνω δεκάρα, δίνω μία

(vulgar) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me importa una mierda lo que opines.
Δε με νοιάζει τι σκέφτεσαι.

δίνω δεκάρα, δίνω μία

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Te parece que me importa un huevo? Me importa un huevo por qué llegaste tarde, ¡estás despedido!

γλείφω

locución verbal (vulgar) (καθομιλουμένη, αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμπεριφέρομαι δουλικά

locución verbal (figurado)

καλοπιάνω

(ES, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Odio a ese tipo: siempre le está haciendo la pelota al jefe.

δεν με νοιάζει

locución verbal (AR, vulgar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα κακαρώνω, τα τινάζω

locución verbal (MX, coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando me muera, espero chupar faros, en paz mientras duerma, a muy avanzada edad.

είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω

locución verbal (coloquial)

Conseguiste ese aumento porque le lamiste las botas a la jefa.
Πήρες αυτή την προαγωγή γιατί έγλυψες το αφεντικό.

τσιμπάω

locución verbal (figurado) (ανεπίσημο, μεταφορικά: κτ από κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor le chupó la sangre a sus amigos y consiguió unos dólares para comprar un helado.

παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι

(vulgar; a un hombre) (χυδαίο: σε άντρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν κάνει σεξ μαζί του, αλλά τον αφήνει να της κάνει γλειφομούνι.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chupar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.