Τι σημαίνει το cock στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cock στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cock στο Αγγλικά.

Η λέξη cock στο Αγγλικά σημαίνει κόκορας, πούτσος, επικρουστήρας, ψώνιο, οπλίζω, γέρνω, σκατώνω, τα σκατώνω, φλοτέρ, κικιρίκου!, πετάω, παρατραβηγμένη ιστορία, ανάφτρα, αλλήθωρος, στραβός, στρεβλός, λάθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cock

κόκορας

noun (cockerel, rooster: male chicken)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The cock crows early in the morning.
Ο κόκορας λαλεί νωρίς το πρωί.

πούτσος

noun (vulgar, slang (penis) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His cock hardened as it was stroked.
Ο πούτσος του σκλήρυνε καθώς δεχόταν χάδια.

επικρουστήρας

noun (gun hammer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The cock clicked as he prepared to fire the gun.
Ο επικρουστήρας έκανε κλικ καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να πυροβολήσει.

ψώνιο

noun (US, slang, vulgar (contemptible person) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
That guy is such a cock.
Αυτός ο τύπος είναι ψώνιο.

οπλίζω

transitive verb (gun: set the hammer) (για όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He cocked his pistol, ready to fire.
Όπλισε το πιστόλι του, έτοιμος να ρίξει.

γέρνω

transitive verb (tilt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He cocked his head to the side, listening.
Έγειρε το κεφάλι του στην μια μεριά και άκουγε.

σκατώνω

phrasal verb, transitive, separable (UK, slang (botch [sth]) (καθομ, μτφ, προσβλ: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα σκατώνω

phrasal verb, intransitive (UK, slang (fail, botch [sth]) (μτφ, καθομ, προσβλ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φλοτέρ

noun (water-level ball in a cistern)

κικιρίκου!

noun (cockerel's call)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The early morning "cock-a-doodle-doo" of the neighbor's rooster makes it impossible for me to sleep past sunrise.

πετάω

adjective (UK, slang (joyful) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I just ran into Kate, she was all cock-a-hoop over the great reviews.

παρατραβηγμένη ιστορία

noun (figurative, informal (far-fetched account)

ανάφτρα

noun (vulgar, pejorative, slang ([sb]: flirts misleadingly) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Annoyed that the woman had rejected his advances, Tom called her a prick-tease.

αλλήθωρος

adjective (cross-eyed, having a squint)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στραβός, στρεβλός

adjective (figurative (wonky, awry)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λάθος

noun (UK, slang (mess, failure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cock στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.