Τι σημαίνει το chicken στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chicken στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chicken στο Αγγλικά.

Η λέξη chicken στο Αγγλικά σημαίνει κοτόπουλο, κοτόπουλο, κότα, κότα, ξεπεταρούδι, τεκνό, αγοράκι, κιοτεύω, κιοτεύω, στήθος κοτόπουλου, κοτόσουπα, μπιφτέκι κοτόπουλο, μπέργκερ κοτόπουλο, κοτέτσι, παγίδα για αλεπούδες, τροφή πουλερικών, ψίχουλα, ψιλοπράγματα, στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλο, κοτόσουπα, κοτομπουκιές, κιοτεύω και δεν κάνω κτ, κοτοσαλάτα, σουβλάκι κοτόπουλο, σουβλάκι κοτόπουλου, κοτόπουλο σουβλάκι, κοτόσουπα, ζωμός κότας, στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλο, στικ κοτόπουλο πανέ, μπούτι κοτόπουλου, μπούτι κοτόπουλο, κοτόπουλο μπούτι, φτερούγες κοτόπουλου, συρματόπλεγμα, δειλός, ανεμοβλογιά, κοπανάκι, τηγανητό κοτόπουλο, σαλάτα με ψητό κοτόπουλο, δοκιμάζω τα όριά μου, ψητό κοτόπουλο, λαστιχένιο κοτόπουλο, άνοστο φαγητό, κοτοπουλάκι, κοτόπουλο, νεαρό άτομο, δένω το κοτόπουλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chicken

κοτόπουλο

noun (animal: poultry) (πτηνό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were three chickens running around on the farm.
Τρεις κότες έτρεχαν μέσα στη φάρμα.

κοτόπουλο

noun (uncountable (food: meat) (φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We had fried chicken for dinner last night.
Φάγαμε τηγανητό κοτόπουλο χθες βράδυ.

κότα

adjective (slang, figurative (afraid, cowardly) (μεταφορικά: φοβητσιάρης)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
You're not too chicken to walk across the river on that log, are you?
Δεν παραείσαι κότα για να διασχίσεις το ποτάμι πάνω σ' αυτό το κούτσουρο ή μήπως είσαι;

κότα

noun (slang, figurative (person: afraid) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Anyone who doesn't dive from the bridge is a chicken.
Όποιος δεν βουτάει από τη γέφυρα είναι κότα.

ξεπεταρούδι

noun (dated, figurative (youthful person) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't be too hard on him - he's only a chicken.

τεκνό, αγοράκι

noun (figurative, pejorative, slang, US (young gay man)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He gives gay men a bad name - always on the lookout for a chicken.

κιοτεύω

phrasal verb, intransitive (slang (lose courage) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was planning to ask her to the dance, but then he chickened out.
Είχε σχεδιάσει να της ζητήσει να χορέψουν, αλλά κιότεψε (or: δείλιασε).

κιοτεύω

(slang (not be brave enough for) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't believe you made me sign up for skydiving and then chickened out of it yourself!
Δεν το πιστεύω ότι με έκανες να γραφτώ στην ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο και μετά δείλιασες να το κάνεις ο ίδιος!

στήθος κοτόπουλου

noun (food: white meat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please cut me a slice of chicken breast because I don't like the dark meat.

κοτόσουπα

noun (thin soup)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To make the soup, I add vegetables and rice to a chicken broth.

μπιφτέκι κοτόπουλο

noun (chicken-meat patty)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπέργκερ κοτόπουλο

noun (chicken patty in bun)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοτέτσι

noun (place for chickens)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παγίδα για αλεπούδες

noun (fox hunting device)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τροφή πουλερικών

noun (food for poultry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They put marigolds in the chicken feed to make the chickens turn yellow.

ψίχουλα, ψιλοπράγματα

noun (US, informal, figurative (money: insignificant amount) (ΗΠΑ, καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
To a millionaire, ten dollars is chicken feed.

στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλο

noun (chicken meat in breadcrumbs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She put the frozen chicken fingers in the oven in time for lunch.

κοτόσουπα

noun (meat, noodles in broth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's nothing better than chicken noodle soup when you're not feeling well.

κοτομπουκιές

plural noun (pieces of breaded chicken)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The fast food restaurant offered a choice between hamburgers and chicken nuggets.

κιοτεύω και δεν κάνω κτ

verbal expression (slang (not be brave enough to do) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lee chickened out of going on the roller coaster at the last minute.

κοτοσαλάτα

noun (salad with chicken)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chicken salad is made with bits of chicken and mayonnaise.

σουβλάκι κοτόπουλο, σουβλάκι κοτόπουλου, κοτόπουλο σουβλάκι

noun (chicken kebab cooked on a stick) (κομματάκια σε ξυλάκι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοτόσουπα

noun (food: soup with chicken) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chicken soup often contains noodles.

ζωμός κότας

noun (broth)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She boiled the carcass with vegetables to make a delicious chicken stock.

στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλο

noun (thin boneless chicken goujon)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στικ κοτόπουλο πανέ

noun (US, usually plural (fried chicken piece)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπούτι κοτόπουλου, μπούτι κοτόπουλο, κοτόπουλο μπούτι

noun (poultry: leg portion)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φτερούγες κοτόπουλου

plural noun (chicken's wings in sauce)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
John always dips his chicken wings in ranch dressing.

συρματόπλεγμα

noun (hexagonal mesh used as fence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δειλός

adjective (figurative (fearful, cowardly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεμοβλογιά

noun (colloquial (viral disease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chickenpox can be far more severe if you catch it in adulthood.
Αν κολλήσεις ανεμοβλογιά ως ενήλικας μπορεί να την περάσεις πολύ πιο σοβαρά.

κοπανάκι

noun (food: chicken leg) (κάτω μέρος από μπούτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you order dark meat you get a drumstick and a thigh.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν μου αρέσει ολόκληρο το μπούτι του κοτόπουλου, αλλά μόνο το κοπανάκι.

τηγανητό κοτόπουλο

noun (chicken meat cooked in fat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you are watching your weight, order baked chicken instead of fried chicken.

σαλάτα με ψητό κοτόπουλο

(US (salad with chicken)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δοκιμάζω τα όριά μου

(test courage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The teenagers played chicken in their cars, driving directly towards one another.

ψητό κοτόπουλο

noun (whole oven-cooked chicken)

I picked up a roast chicken at the market on the way home.

λαστιχένιο κοτόπουλο

noun (comedy prop: latex model of a chicken) (παιχνίδι)

At the circus, one clown used a rubber chicken to hit another one on the head.

άνοστο φαγητό

noun (figurative, disparaging (characteristic food served at large gatherings)

I refuse to go to another banquet where I have to listen to boring speeches and eat rubber chicken.

κοτοπουλάκι, κοτόπουλο

noun (young fowl) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεαρό άτομο

noun (figurative, slang (young person) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She's no spring chicken but she still goes jogging every morning.

δένω το κοτόπουλο

verbal expression (tie up a chicken for cooking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chicken στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του chicken

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.