Τι σημαίνει το companheiro στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης companheiro στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του companheiro στο πορτογαλικά.

Η λέξη companheiro στο πορτογαλικά σημαίνει φιλαράκι, σύντροφος, φίλος, φίλη, σύντροφος, συντροφικός, σύντροφος, επί ίσοις όροις, συνάδελφος, συνάδερφος, σύντροφος, συντρόφισσα, συνεργάτης, συνεργάτιδα, αυτός με τον οποίο μοιράζομαι το κρεβάτι μου, φίλος, φιλαράκος, που πάνε μαζί, αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι, ίσος, σύντροφος, όμοιος, φιλαράκι, βοηθός, συμπολεμιστής, φίλος, φίλη, συγκάτοικος, συμπαίκτης, συμπαίκτρια, παιδικός φίλος, συγκάτοικος, συγκάτοικος, ναύτης στο ίδιο πλοίο, συγκρατούμενος, συγκρατούμενη, διατροφή, σύντροφος, συγκρατούμενος, συγκρατούμενη, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, ηθοποιός σε κωμικό δίδυμο, συγκάτοικος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης companheiro

φιλαράκι

substantivo masculino (amigo, colega) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Adrian vai encontrar seus companheiros no bar.
Ο Άντριαν θα δει τα φιλαράκια του στην παμπ.

σύντροφος

(cônjuge)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
O homem idoso encontrou um companheiro após sua esposa ter morrido.
Ο ηλικιωμένος βρήκε μια σύντροφο μετά τον θάνατο της συζύγου του.

φίλος, φίλη

substantivo masculino, substantivo feminino (amigo)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Os dois homens têm sido companheiros desde que eles foram para a escola juntos.
Οι δυο άνδρες είναι φίλοι από τότε που ήταν μαζί στο σχολείο.

σύντροφος

(casamento)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Dormir pode ser difícil quando seu companheiro ronca.
Όταν ο σύντροφός σου ροχαλίζει, είναι δύσκολο να κοιμηθείς.

συντροφικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύντροφος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

επί ίσοις όροις

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνάδελφος, συνάδερφος

(εργασία)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Meu companheiro no projeto está doente essa semana.
Ο συνάδελφος, με τον οποίο έχουμε αναλάβει από κοινού το πρότζεκτ, είναι άρρωστος αυτή την εβδομάδα.

σύντροφος, συντρόφισσα

(σπάνιο, παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

συνεργάτης, συνεργάτιδα

(figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αυτός με τον οποίο μοιράζομαι το κρεβάτι μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φίλος, φιλαράκος

(informal) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που πάνε μαζί

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πολιτική και διαφθορά συχνά πάνε μαζί (or: πάνε πακέτο).

αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jenny ligou para Maria, sua parceira de confiança, para acompanhá-la na sua missão arriscada.
Η Τζένη τηλεφώνησε στην Μαρία, το άτομο που εμπιστευόταν, για να τη συνοδεύσει στην επικίνδυνη αποστολή της.

ίσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύντροφος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Seth deixou o emprego para poder passar mais tempo com seus filhos e seu parceiro.

όμοιος

(do mesmo nível)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Seus colegas o votaram como o melhor ator.
Οι συνάδελφοί του τον ψήφισαν ως τον καλύτερο ηθοποιό.

φιλαράκι

substantivo masculino (amigo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Είμαστε παλιόφιλοι από το δημοτικό.

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

συμπολεμιστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φίλος, φίλη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Bill e Joe são camaradas desde o colégio.
Ο Μπιλ και ο Τζο είναι κολλητοί από το γυμνάσιο.

συγκάτοικος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Martin se mudou para um apartamento com três companheiros de casa.
Ο Μάρτιν μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα με τρεις συγκάτοικους.

συμπαίκτης, συμπαίκτρια

(BRA) (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Os colegas de time a carregaram pelo campo.
Μόλις έβαλε το νικητήριο γκολ, οι συμπαίκτριες της Τζάνα την σήκωσαν στα χέρια και έκαναν τον γύρο του γηπέδου.

παιδικός φίλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκάτοικος

(pessoa que divide apartamento)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Quando eu cheguei em casa, eu descobri que meu companheiro de apartamento tinha feito jantar para nós.
Όταν επέστρεψα σπίτι, ανακάλυψα πως ο συγκάτοικός μου μας είχε φτιάξει βραδινό.

συγκάτοικος

(aquele com quem se divide a casa)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ναύτης στο ίδιο πλοίο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συγκρατούμενος, συγκρατούμενη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

διατροφή

(χρηματικό ποσό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύντροφος

(camarada)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συγκρατούμενος, συγκρατούμενη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα

(acompanhante em viagem)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα

(acompanhante em viagem)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ηθοποιός σε κωμικό δίδυμο

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συγκάτοικος

(κοινό δωμάτιο)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Susan não pode pagar por um quarto individual nas acomodações de sua universidade, mas ela se dá bem com sua colega de quarto, então não se incomoda de dividir.
Η Σούζαν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσει δικό της δωμάτιο στην εστία του πανεπιστημίου, αλλά τα πηγαίνει καλά με τη συγκάτοικό της και γι' αυτό δεν την πειράζει να μοιράζεται μαζί της το δωμάτιο.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του companheiro στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.