Τι σημαίνει το comparar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comparar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comparar στο πορτογαλικά.

Η λέξη comparar στο πορτογαλικά σημαίνει συγκρίνω, συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ, συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ, κάνω μια σύγκριση, συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, παραβάλλω, συγκρίνω, παρομοιάζω, εξισώνω, εξομοιώνω, συγκρίνομαι, συγκρίνομαι με κπ/κτ, συγκρίνομαι με κτ/κπ, μετράω απέναντι σε, είμαι παράλληλος με κτ, είμαι παρόμοιος με κτ, είμαι ίσος, είμαι ίδιος, πρβ., αγορά κατόπιν έρευνας, συγκρίνω, ανταλλάσσω απόψεις, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά, συναγωνίζομαι, πιάνω, φτάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comparar

συγκρίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O estudo comparará a qualidade do cuidado dos hospitais.
Η μελέτη θα συγκρίνει την ποιότητα της περιποίησης των ξενοδοχείων.

συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ

verbo transitivo

Nós comparamos os resultados com aqueles dos testes anteriores. Os críticos compararam os filmes dele aos dos Hitchcock.
Συγκρίναμε τα αποτελέσματα με εκείνα προηγούμενων εξετάσεων. Οι κριτικοί έχουν συγκρίνει τις ταινίες του με εκείνες του Χίτσκοκ.

συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ

verbo transitivo

Quando você compara sorvete com bolo, fica claro que o sorvete é a melhor sobremesa.
Όταν συγκρίνεις το παγωτό με την τούρτα, είναι εμφανές πως το παγωτό είναι καλύτερο γλυκό.

κάνω μια σύγκριση

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρίνω

(papéis, dados)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As duas equipes coletarão suas descobertas antes de tirar conclusões.

αντιπαραβάλλω, παραβάλλω

(κάτι με/και κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deixe-me comparar a postura correta e incorreta para essa dança.
Ας δείξω τη σωστή στάση σε σχέση με τη λάθος στάση για αυτόν τον χορό.

συγκρίνω

verbo transitivo (με κάποιο πρότυπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρομοιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σε μια από τις παραβολές του ο Ιησούς παρομοίασε το βασίλειο των ουρανών με ένα πανάκριβο μαργαριτάρι.

εξισώνω, εξομοιώνω

(κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκρίνομαι

(figurativo) (με κάτι άλλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O sucesso do novo presidente seria sempre medido contra o do seu predecessor.
Πάντα θα συγκρίνουν την επιτυχία του νέου προέδρου με του προκατόχου του.

συγκρίνομαι με κπ/κτ

verbo pronominal/reflexivo

Não há outra voz que possa comparar-se à dela.
Άμα την ακούσεις να τραγουδάει το κομμάτι, θα διαπιστώσεις ότι καμία άλλη φωνή δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της.

συγκρίνομαι με κτ/κπ

verbo pronominal/reflexivo (συνήθως με άρνηση)

Esta comida não se compara a um jantar num bom restaurante.
Αυτό το φαγητό δεν συγκρίνεται με βραδυνό σε ένα καλό εστιατόριο.

μετράω απέναντι σε

verbo pronominal/reflexivo (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele testou a habilidade dele para ver como ele compara-se com a concorrência.
Δοκίμασε τις ικανότητές του για να μετρήσει τις δυνάμεις του απέναντι στον ανταγωνισμό.

είμαι παράλληλος με κτ, είμαι παρόμοιος με κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι ίσος, είμαι ίδιος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
A raiva do homem igualou-se à raiva da sua mulher.

πρβ.

expressão (συντομογραφία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγορά κατόπιν έρευνας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρίνω

(notar semelhanças e diferenças)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το άρθρο συγκρίνει τα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

ανταλλάσσω απόψεις

(trocar ideias, impressões)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Λούσι στάθμισε τα υπέρ και τα κατά της δουλειάς που της πρόσφεραν στη Νέα Υόρκη με τα αντίστοιχα της δουλειάς στο Παρίσι.

συναγωνίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tem uma beleza natural que se equipara com a de qualquer estrela de cinema.
Έχει μια φυσική ομορφιά που συναγωνίζεται εκείνη των κινηματογραφικών αστέρων.

πιάνω, φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela não pode comparar-se a você em eficiência. Você é tão confiável.
Δεν μπορεί να σε πιάσει (Or: φτάσει) σε αποδοτικότητα. Είσαι τόσο αξιόπιστος.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comparar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.