Τι σημαίνει το comparar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comparar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comparar στο ισπανικά.

Η λέξη comparar στο ισπανικά σημαίνει συγκρίνω, συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ, κάνω μια σύγκριση, παρομοιάζω, συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω κτ με κτ, διασταυρώνω, ζυγίζω, σταθμίζω, συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ, ασύγκριτος, μη συγκρίσιμος, άσχετος, αγορά κατόπιν έρευνας, συγκρίνω, ανταλλάσσω απόψεις, κάνω έρευνα αγοράς, συγκρίνω τιμές, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά, συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω με/προς, συγκρίνομαι, συγκρίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comparar

συγκρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El estudio comparará la calidad del cuidado de los hospitales.
Η μελέτη θα συγκρίνει την ποιότητα της περιποίησης των ξενοδοχείων.

συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ

verbo transitivo

Cuando comparas helado con torta, es obvio que el helado es un mejor postre.
Όταν συγκρίνεις το παγωτό με την τούρτα, είναι εμφανές πως το παγωτό είναι καλύτερο γλυκό.

κάνω μια σύγκριση

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La gente siempre me compara con Julia Roberts.

παρομοιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En una de sus parábolas, Jesús comparaba el reino de los cielos con una perla de gran valor.
Σε μια από τις παραβολές του ο Ιησούς παρομοίασε το βασίλειο των ουρανών με ένα πανάκριβο μαργαριτάρι.

συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω κτ με κτ

verbo transitivo (dos cosas)

διασταυρώνω

(datos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζυγίζω, σταθμίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Philip sopesó las ventajas y las desventajas de aceptar la oferta.

συγκρίνω κτ/κπ με κτ/κπ

Comparamos los resultados con los resultados del examen anterior.
Συγκρίναμε τα αποτελέσματα με εκείνα προηγούμενων εξετάσεων. Οι κριτικοί έχουν συγκρίνει τις ταινίες του με εκείνες του Χίτσκοκ.

ασύγκριτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La dulzura de su voz es incomparable.

μη συγκρίσιμος, άσχετος

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No se puede comparar el jamón ibérico con la mortadela.

αγορά κατόπιν έρευνας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρίνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El artículo compara y contrasta el trabajo de Platón y de Aristóteles.
Το άρθρο συγκρίνει τα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

ανταλλάσσω απόψεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nos juntamos a almorzar para intercambiar impresiones sobre nuestro nuevo jefe.

κάνω έρευνα αγοράς, συγκρίνω τιμές

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Antes de comprar un coche nuevo conviene comparar precios.

σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Λούσι στάθμισε τα υπέρ και τα κατά της δουλειάς που της πρόσφεραν στη Νέα Υόρκη με τα αντίστοιχα της δουλειάς στο Παρίσι.

συγκρίνω κτ με κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιπαραβάλλω με/προς

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se veía bastante más viejo comparado con sus compañeros de curso.

συγκρίνομαι

(με κάτι άλλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El éxito del nuevo presidente siempre se comparará con el de su predecesor.
Πάντα θα συγκρίνουν την επιτυχία του νέου προέδρου με του προκατόχου του.

συγκρίνω

(με κάποιο πρότυπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ministerio de educación estatal compara su escala salarial con la de otras agencias gubernamentales.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comparar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.