Τι σημαίνει το conceder στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conceder στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conceder στο πορτογαλικά.

Η λέξη conceder στο πορτογαλικά σημαίνει παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, παραχωρώ, απονέμω, πραγματοποιώ, ικανοποιώ, παραχωρώ, μοιράζω κτ σε κπ, επιτρέπω κτ σε κπ, αποδίδω, αναθέτω κτ σε κπ, απονέμω, δείχνω, δίνω κτ δανεικό, πραγματοποιώ την επιθυμία κάποιου, πραγματοποιώ την ευχή κάποιου, αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους, ικανοποιώ την επιθυμία, παραχωρώ πολιτικά δικαιώματα σε κπ, δίνω πολιτικά δικαιώματα σε κπ, απονέμω, απονέμω κτ σε κπ, δίνω δάνειο, παραχωρώ κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conceder

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(admitir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πρέπει να παραδεχθείς ότι παρανόησες την ερώτηση.

παραχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O juiz concedeu ao demandante o direito de ver os documentos.
Ο δικαστής παραχώρησε στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να δει τα έγγραφα.

απονέμω

(formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando a Rainha concederá o prêmio?
Πότε θα απονείμει η βασίλισσα το βραβείο;

πραγματοποιώ, ικανοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gênio lhe concedeu um desejo.
Το τζίνι του πραγματοποίησε (or: ικανοποίησε) μία ευχή.

παραχωρώ

verbo transitivo (território)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os britânicos concederam Hong Kong de volta à China em 1997.

μοιράζω κτ σε κπ

verbo transitivo

επιτρέπω κτ σε κπ

verbo transitivo

αποδίδω

verbo transitivo (κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós, por meio deste, concedemos ao requerente o indulto que ela requisita.
Διά του παρόντος παραχωρούμε στην αιτούσα το βοήθημα που ζητά.

αναθέτω κτ σε κπ

verbo transitivo

O governo concedeu o contrato à pequena firma.
Η κυβέρνηση ανέθεσε τη σύμβαση στη μικρή εταιρία.

απονέμω

(δικαιοσύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

verbo transitivo (favor, misericórdia) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele mostrou piedade a ele ao não executá-lo.

δίνω κτ δανεικό

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

πραγματοποιώ την επιθυμία κάποιου, πραγματοποιώ την ευχή κάποιου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A fada madrinha da Cinderela concedeu um desejo a ela de ir ao baile real.

αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους

(soltar um criminoso condicionalmente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ικανοποιώ την επιθυμία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Picasso concedeu um desejo a Quinn de fotografar o artista trabalhando.

παραχωρώ πολιτικά δικαιώματα σε κπ, δίνω πολιτικά δικαιώματα σε κπ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απονέμω

(formal) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O presidente do Conselho de Educação concedeu o prêmio de Melhor Professor do ano para a professora Hall. O rei concedeu honras de cavaleiro aos seus súditos mais leais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο επικεφαλής του Συμβουλίου Εκπαίδευσης απένειμε το βραβείο Καλύτερης Δασκάλας της Χρονιάς στην κα. Χωλ. Ο βασιλιάς απένειμε ιπποτικούς τίτλους στους πιο πιστούς υπηκόους του.

απονέμω κτ σε κπ

Ele foi premiado com o Prêmio Nobel da paz.
Βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

δίνω δάνειο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O banco só irá conceder empréstimo se o cliente fornecer comprovante de rendimentos.
Η τράπεζα δίνει δάνειο μόνο εάν ο πελάτης μπορεί να παράσχει αποδείξεις για τα εισοδήματά του.

παραχωρώ κτ σε κπ

(figurado, dar poderes)

O rei concedeu ao diplomata o direito de tomar decisões em nome do estado.
Ο βασιλιάς παραχώρησε στον διπλωμάτη το δικαίωμα να αποφασίζει εκ μέρους του κράτους.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conceder στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.