Τι σημαίνει το fazer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fazer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fazer στο πορτογαλικά.

Η λέξη fazer στο πορτογαλικά σημαίνει κάνω, κάνω, δίνω, βγάζω, φτιάχνω, εκτελώ, βγάζω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, απασχολημένος, κάνω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, βάζω, κάνω, παίρνω, κάνω, κάνω, κάνω, κάνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, παίζω, μαγειρεύω, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, γράφω, κάνω, πηγαίνω, πάω, κάνω, βγάζω, κάνω, πραγματοποιώ, κάνω, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, σχηματίζω, διαμορφώνω, βάζω, πετυχαίνω, τοποθετώ, κάνω, δίνω, κάνω, κάνω, κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί, βγάζω, κάνω, δίνω, κάνω, διεξάγω, κάνω, δίνω, παραπονούμαι επισήμως, φτιάχνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, προπαρασκευάζω, παρασκευάζω, κομμωτική, ενθουσιώδη σχόλια, σκωληκοκτόνος θεραπεία, υπεκφεύγω, κάνω σεξ με κπ, κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου, κάνω ένα σημάδι σε κτ, βάζω ένα σημάδι σε κτ, χρησιμοποιώ, κάνω υπόκλιση, ξεκουράζομαι, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, διαλέγω, επιλέγω, διεξάγω εργασίες, αναλαμβάνω δράση, κάνω μια αλλαγή, ελίσσομαι, ταιριάζω, θυμάμαι, κατουράω, κατουρώ, λαγοκοιμάμαι, προεγγράφομαι, το παρακάνω, το παίζω, ανακατεύομαι, πλέω κατά μήκος, σέρνομαι, φτιάχνω, χαϊδεύω, κατεβάζω, ξυρίζω, φωτίζω, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, μεταφέρω με αεροπλάνο, σοδομίζω, προπληρώνω, κάνω προσφορά, αποδοκιμάζω, μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει, προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ, έχω κτ ως δευτερογενές αποτέλεσμα, αναβάθμιση λογισμικού, κοροϊδεύω, γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ, φουσκώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fazer

κάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Λόγω της απόλυσής μου θα έχω περισσότερο χρόνο να κάνω μερικές δουλειές στο σπίτι.

κάνω

verbo transitivo (εργασίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O que você vai fazer essa tarde?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα;

δίνω

verbo transitivo (prova, exame)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(discurso) (λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela fez um discurso sobre biologia molecular.
Έβγαλε λόγο με θέμα τη μοριακή βιολογία.

φτιάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os tecelões fizeram um chapéu de folhas de palmeira.
Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.

εκτελώ

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert fez uma bananeira.
Ο Ρόμπερτ έκανε ένα κατακόρυφο.

βγάζω

(τα φρύδια, με τσιμπιδάκι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Katie faz suas sobrancelhas uma vez por semana.

κάνω

verbo transitivo (επάγγελμα, δουλειά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O que você faz da vida? A mãe de George é motorista de ônibus; Não sei o que o pai dele faz.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τι δουλειά κάνεις;

φτιάχνω, κάνω

verbo transitivo (preparar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha mãe quer fazer um bolo para minha festa.
Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.

απασχολημένος

verbo transitivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O que você tem feito desde a última vez em que eu te vi?

κάνω

verbo transitivo (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu fiz com que ele me desse um aumento.
Τον τούμπαρα να μου δώσει αύξηση.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os cães fizeram um tumulto na rua.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

βάζω, κάνω

verbo transitivo (obrigar) (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meus pais me fazem comer vegetais.
Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.

παίρνω

verbo transitivo (ύφος, έκφραση)

Meu cachorro sempre faz uma cara de tristeza quando quer comida.
Ο σκύλος μου πάντα παίρνει λυπημένο ύφος, όταν θέλει φαγητό.

κάνω

verbo transitivo (κπ/κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele nunca falha em me fazer sorrir.
Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω.

κάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você me faz feliz.
Με κάνεις χαρούμενο.

κάνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Faça o que eu digo, não faça o que eu faço.

κάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faça assim com as mãos.

κάνω

verbo transitivo (recorrer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles fizeram um grande esforço para te trazer aqui a tempo.

φτιάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A costureira podia fazer seis vestidos por dia.

κάνω

verbo transitivo (executar) (κακό, ζημιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faça o seu trabalho.

κάνω

verbo transitivo (διδάσκομαι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ainda não fizemos trigonometria.
Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία.

ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vou fazer as bebidas. Você apenas mantém todos entretidos.

κάνω

verbo transitivo (representar papel) (ό,τι μπορώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não importa se você passa no exame ou não. Apenas faça seu melhor.

παίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos fazer o Hamlet a seguir. Esse comediante faz uma ótima apresentação de stand-up.

μαγειρεύω, φτιάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vou fazer um assado neste fim de semana.

κάνω

verbo transitivo (costume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não fazemos esse tipo de coisa aqui.

φτιάχνω, κάνω

verbo transitivo (τα νύχια μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally passa uma hora todos os dias fazendo maquiagem, cabelo e unhas.

γράφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sua próxima ideia é fazer um livro sobre a história de Wimbledon.

κάνω

verbo transitivo (απόσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fizemos oitocentos quilômetros em dois dias.

πηγαίνω, πάω

verbo transitivo (με συγκεκριμένη ταχύτητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estavam fazendo 50 km por hora quando o outro carro os atingiu.

κάνω

verbo transitivo (bebê, concepção)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos fazer um bebê!
Ας κάνουμε ένα μωρό!

βγάζω

verbo transitivo (μεταφορικά: λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O político fez um apelo apaixonado por mudança. // Meu colega está sempre fazendo comentários desagradáveis.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες.

κάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As partes envolvidas fizeram um acordo.
Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.

πραγματοποιώ

verbo transitivo (pagamento) (πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam faz o pagamento do seu carro todos os meses.
Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα.

κάνω, φτιάχνω

verbo transitivo (figurado, estabelecer-se)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill está tentando fazer seu nome nos negócios.
Ο Μπιλ προσπαθεί να κάνει (or: φτιάξει) ένα όνομα στην επιχείρηση.

κάνω

verbo transitivo (nomear) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O presidente fará de Chris um vice-presidente.
Ο πρόεδρος σκοπεύει να ορίσει τον Κρις ως αντιπρόεδρο.

φτιάχνω

verbo transitivo (estabelecer leis)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Legisladores fazem leis.
Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους.

σχηματίζω, διαμορφώνω

verbo transitivo (julgamentos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leanne é sempre rápida em fazer julgamentos.
Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα.

βάζω, πετυχαίνω

verbo transitivo (marcar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jogador fez um gol no segundo tempo.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

τοποθετώ

verbo transitivo (aposta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você só tem um minuto para fazer a sua aposta.

κάνω

verbo transitivo (chamada)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo fazer a chamada por você?
Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα;

δίνω, κάνω

verbo transitivo (pedido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gostaria de fazer um pedido para mais uma dúzia de itens.

κάνω

verbo transitivo (afazeres, incumbências)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenho algumas incumbências a fazer.
Έχω να κάνω μερικές δουλίτσες.

κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί

verbo transitivo (o cabelo, um penteado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O estilista fez o cabelo da mulher de forma maravilhosa.

βγάζω, κάνω

verbo transitivo (vulgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele fez força e fez um cocozão.
Ζορίστηκε πολύ και έκανε μια τεράστια κουράδα.

δίνω

verbo transitivo (exame) (μεταφορικά: εξετάσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vou fazer o exame de proficiência semana que vem.

κάνω

verbo transitivo (causar) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suas palavras me fazem pensar.
Τα λόγια σου με έκαναν να σκεφτώ.

διεξάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse jornal está tentando prejudicar a reputação da celebridade fazendo uma campanha de publicidade negativa.

κάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não fique aí sentado, faça alguma coisa!

δίνω

verbo transitivo (teste, prova)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vou fazer meu exame de química na quarta-feira.

παραπονούμαι επισήμως

(na polícia, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θα παραπονεθώ επισήμως για την ανικανότητα του δικηγόρου μου. Θέλω να παραπονεθώ επισήμως για την εξυπηρέτηση των πελατών σας.

φτιάχνω, κατασκευάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As crianças fizeram casas com blocos.
Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.

φτιάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como artista, ele fazia coisas fabulosas com restos de metal. Que linda pintura; foi você que fez?
Ως καλλιτέχνης, έφτιαχνε υπέροχα πράγματα με παλιοσίδερα. Τι ωραίος πίνακας, εσύ τον έφτιαξες;

φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω

verbo transitivo (manufaturar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A fábrica faz ferrolhos.
Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες.

προπαρασκευάζω, παρασκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κομμωτική

(επάγγελμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Taylor tem talento para fazer penteado e maquiagem, e ela abriu seu próprio salão recentemente.

ενθουσιώδη σχόλια

Os inspetores elogiaram a faculdade.

σκωληκοκτόνος θεραπεία

(ιατρική)

υπεκφεύγω

(figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω σεξ με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ένα σημάδι σε κτ, βάζω ένα σημάδι σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω υπόκλιση

(receber aplausos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκουράζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι

(sair em viagem)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαλέγω, επιλέγω

(selecionar, escolher)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διεξάγω εργασίες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναλαμβάνω δράση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não podemos simplesmente ignorar a situação - precisamos agir.
Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση.

κάνω μια αλλαγή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελίσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταιριάζω

(σε ζευγάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não me importo em lavar e passar, mas eu odeio parear todas as meias.
Δεν με πειράζει το πλύσιμο και το σιδέρωμα, αλλά μισώ να φτιάχνω σε ζευγάρια τις κάλτσες.

θυμάμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατουράω, κατουρώ

(informal, vulgar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Harry foi para fora para mijar no composto.
Ο Χάρι βγήκε να κατουρήσει στο κομπόστ.

λαγοκοιμάμαι

(BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προεγγράφομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το παρακάνω, το παίζω

(agir de forma exagerada) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανακατεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλέω κατά μήκος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σέρνομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela não teve vontade de fazer nada, só se arrastou o dia inteiro.

φτιάχνω

(μέσω ζύμωσης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lars curte fermentar cerveja em casa e experimentar diferentes sabores.
Ο Λαρς απολαμβάνει να φτιάχνει μπύρα στο σπίτι και να πειραματίζεται με διαφορετικές γεύσεις.

χαϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβάζω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roberto baixou um filme para assistir naquela noite. Harry baixou do servidor da empresa os arquivos de que precisava.
Ο Ρόπμπερτ κατέβασε να δει μια ταινία εκείνο το βράδυ. Ο Χάρυ κατέβασε τα αρχεία που χρειάζονταν απ' τον εταιρικό σέρβερ.

ξυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Λίαμ ξύρισε το μούσι του σήμερα το πρωί. Τώρα έχει ένα ωραίο απαλό πρόσωπο.

φωτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uma camada de tinta fresca ajudaria a abrilhantar um pouco o quarto.
Ένα βάψιμο θα μπορούσε να φωτίσει το δωμάτιο.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

(trabalho mal feito) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταφέρω με αεροπλάνο

(em veículo aéreo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σοδομίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προπληρώνω

(comprar antecipadamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω προσφορά

(leilão: lance) (ποσό για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele ofereceu cem euros pela tela no leilão.
Έκανε προσφορά εκατό ευρώ για τον πίνακα στη δημοπρασία.

αποδοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Τζένιφερ προσπάθησε να μιλήσει στο συνέδριο αλλά οι αντιπρόσωποι φώναζαν και δεν την άφησαν να ακουστεί.

προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ

(propor, delinear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω κτ ως δευτερογενές αποτέλεσμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναβάθμιση λογισμικού

(atualizar um programa de computador) (Η/Υ: διαδικασία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοροϊδεύω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ

(figurado, informal: sucesso súbito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φουσκώνω

(αλλαγή κατάστασης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O estômago do homem idoso avolumou-se.
Το στομάχι του γέρου προεξείχε.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fazer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του fazer

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.