Τι σημαίνει το concordar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης concordar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του concordar στο πορτογαλικά.

Η λέξη concordar στο πορτογαλικά σημαίνει συμφωνώ, συμφωνώ, συμφωνώ, συναινώ σε κτ, συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συμφωνώ, συναινώ, συμφωνώ, υπογράφω, συμφωνώ, δέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, εγκρίνω, προσυπογράφω, συμφωνώ, έχω την ίδια άποψη, συναινώ, συγκατατίθεμαι, κανονίζω, διαφωνώ με κπ, συμφωνώ με όλα, συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε, συμφωνώ απόλυτα, ψηφίζω κπ/κτ θετικά, συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ, συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ, συμφωνώ με, συμφωνώ να κάνω κτ, συμφωνώ με κπ, προσχωρώ σε κτ, συμφωνώ με κτ, στηρίζω, συμφωνώ με κπ για κτ, συμφωνώ, συμφωνώ, συμφωνώ, συμφωνώ με, συμφωνώ σε κτ, συμφωνώ σε κτ, συμφωνώ με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης concordar

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Acho que deveríamos partir; você concorda?
Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε, συμφωνείς;

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos esperar Peter concordar antes de ativar o plano.

συναινώ σε κτ

(επίσημο)

Lucy concordou com o plano, mas depois mudou de ideia.

συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Είπε πως δε συμφώνησε (or: συγκατατέθηκε) ποτέ να παντρευτεί τον άντρα αυτόν.

συμφωνώ, συναινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συμφωνώ

(chegar a um entendimento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
De acordo com os termos do divórcio, precisamos concordar perante o juiz.

υπογράφω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele finalmente concordou depois de deliberar por algumas semanas.

συμφωνώ, δέχομαι

(λέω ναι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pedi-lhe que viesse à festa, e ele concordou.
Του ζήτησα να έρθει στο πάρτι και συμφώνησε (or: δέχτηκε).

δέχομαι, αποδέχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εγκρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela nunca consentirá a ideia de fumar em restaurantes.
Η Λέσλυ ποτέ δεν θα εγκρίνει την ιδέα του καπνίσματος μέσα σε εστιατόρια.

προσυπογράφω

(figurativo) (μεταφορικά, επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mais de 120 pacientes consentiram com o estudo clínico.
Περισσότεροι από 120 ασθενείς δηλώθηκαν για την κλινική μελέτη.

έχω την ίδια άποψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nem sempre estamos de acordo.
Δεν έχουμε πάντα την ίδια άποψη.

συναινώ, συγκατατίθεμαι

(concordar, consentir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois de uma longa discussão com minha filha, finalmente concordei e a deixei fazer o que queria.

κανονίζω

(acordo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os dois lados chegaram a um acordo.
Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία.

διαφωνώ με κπ

συμφωνώ με όλα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμφωνώ απόλυτα

ψηφίζω κπ/κτ θετικά

locução verbal

συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ

(entrar em acordo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμφωνώ με

O discurso dele concordou com (or: harmonizou com) minhas próprias opiniões.

συμφωνώ να κάνω κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμφωνώ με κπ

Pedi a opinião da Jane, e ela concordou comigo.
Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα.

προσχωρώ σε κτ

(formal) (επίσημο: απόφαση, σύμβαση κλπ)

συμφωνώ με κτ

στηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel está feliz em concordar com a sugestão de Harry.
Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ.

συμφωνώ με κπ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nós todos concordamos com o Jack sobre a cor das novas cadeiras.
Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες.

συμφωνώ

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todos os alunos concordam que ela é uma boa professora.
Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα.

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O comitê entrou em acordo para aprovar o plano.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η επιτροπή συμφώνησε να εγκρίνει το σχέδιο.

συμφωνώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian concordou em participar de uma bicicletada patrocinada beneficente.
Ο Μπράιαν δήλωσε ότι θα λάβει μέρος σε μια χορηγούμενη ποδηλατοδρομία για φιλανθρωπικό σκοπό.

συμφωνώ με

Em francês, o adjetivo deve concordar com o substantivo.
Στα Γαλλικά, το επίθετο πρέπει να συμφωνεί με το ουσιαστικό.

συμφωνώ σε κτ

Ambas as partes concordaram com uma trégua.

συμφωνώ σε κτ

Os dois homens chegaram a um preço para o carro usado.

συμφωνώ με κπ

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του concordar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.