Τι σημαίνει το dizer στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dizer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dizer στο πορτογαλικά.
Η λέξη dizer στο πορτογαλικά σημαίνει είπα, λέω, λέω, λέω, λέω, υποθέτω, λέω, λέω, λέω να γίνει κτ, λέω, λέω, αναφέρω, λέω, σύμφωνα με, προσδιορίζω, λέω, γράφω, λέω, διαδίδω τα νέα, υπονοώ, υπαινίσσομαι, ξεστομίζω, λέω, μουγκρίζω, θέτω, λέω σε κπ να κάνει κτ, μιλάω, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, διαβεβαιώ, διαβεβαιώνω, λέω, εκφράζω, διατυπώνω, αρθρώνω, εκφέρω, συμφωνώ, αρκετά, αρκεί, φτάνει, σωστά τα είπες, έχεις δίκιο, συγγνώμη, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dizer
είπαverbo transitivo (forma arcaica de dizer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Meu amigo disse "alô". O Ντέξτερ είπε «Πεινάω». Είπε πως το βιβλίο είναι μπλε. |
λέωverbo transitivo (dar opinião) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu digo que é uma má idéia. Λέω ότι είναι κακή ιδέα. |
λέω(ordenar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mamãe disse para pararem a discussão ou ficarão de castigo. Η μαμά λέει να σταματήσετε τον καβγά γιατί αλλιώς θα σας βάλει τιμωρία. |
λέω, υποθέτωverbo transitivo (supor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos dizer que ele esteja certo. Ας πούμε (or: ας υποθέσουμε) ότι έχει δίκιο. |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dizem que ela é a melhor pintora da geração dela. Λέγεται πως είναι η καλύτερη ζωγράφος της γενιάς της. |
λέω(uma oração) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As crianças rezaram por seus pais. |
λέω να γίνει κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Papai mandou vocês virem e jantarem agora. |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jimmy sabe recitar o alfabeto. |
λέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O que você disse a ele? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τι του είπες; |
αναφέρω(σε κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Na conversa, Julia me disse que achar que Carla tinha um novo namorado. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, η Τζούλια μου ανέφερε πως νόμιζε ότι η Κάρα είχε ένα νέο φίλο. |
λέωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meninos serão meninos, como diz o ditado. |
σύμφωνα με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dizem que os lagos são as pegadas de um gigante. |
προσδιορίζωverbo transitivo (especificar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apenas diga seu preço e eu pago. Απλά προσδιόρισε (or: πες) την τιμή σου και θα σε πληρώσω. |
λέω, γράφωverbo transitivo (cartaz, aviso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O aviso dizia: "Mantenha-se fora da grama." |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred disse quase sem fôlego que alguém acabara de tentar roubá-lo. |
διαδίδω τα νέα(fazer com que os outros saibam) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπονοώ, υπαινίσσομαι(αφήνω να εννοηθεί) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não quero insinuar que tu és estúpido. Δεν υπονοώ (or: υπαινίσσομαι) ότι είσαι ανόητος. |
ξεστομίζω, λέω(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela sabia que ele ia vomitar a verdade mais cedo ou mais tarde. Ήξερε ότι θα πει την αλήθεια αργά η γρήγορα. |
μουγκρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θέτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando eu disser a ela, vou dizer de um jeito que não vá magoá-la. Όταν της το πω, θα το θέσω έτσι ώστε να μην την ταράξω. |
λέω σε κπ να κάνει κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele disse a ela para limpar seu quarto. |
μιλάωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu o interroguei, mas ele não revelou nada. Eu finalmente disse a ela o que aconteceu. Τον ανέκρινα αλλά δεν είπε τίποτα. |
αναγνωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode identificar quem é? |
καταλαβαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) É difícil dizer quem é nessa luz. |
διαβεβαιώ, διαβεβαιώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu fiz todo o trabalho, eu lhe asseguro. |
λέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Explique exatamente como você chegou a essa conclusão. |
εκφράζω, διατυπώνωverbo transitivo (traduzir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μπορείς να το πεις με απλά ελληνικά; Δεν καταλαβαίνω την τεχνική ορολογία. |
αρθρώνω, εκφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώlocução adverbial (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρκετά, αρκεί, φτάνει(informal) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
σωστά τα είπες, έχεις δίκιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγγνώμηinterjeição (por favor, repita) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Como? Eu não te ouvi. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς είπατε; Μπορείτε να επαναλάβετε την ερώτησή σας παρακαλώ; |
δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dizer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του dizer
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.