Τι σημαίνει το condenar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης condenar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του condenar στο πορτογαλικά.
Η λέξη condenar στο πορτογαλικά σημαίνει καταδικάζω κπ σε κτ, καταδικάζω κπ για κτ, καταδικάζω κπ σε κτ, χαρακτηρίζω ως ακατάλληλο, χαρακτηρίζω ως επικίνδυνο, καταδικάζω, καταδικάζω, καταδικάζω, απεχθάνομαι, αποστρέφομαι, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, χώνω μέσα, καταγγέλλω, καταριέμαι, είμαι καταδικασμένος, καταδικάζω, καταδικάζω, αποδοκιμάζω, καταδικάζω εκ των προτέρων, καταδικάζω, περιθωριοποιώ, απομονώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης condenar
καταδικάζω κπ σε κτ
O réu foi condenado à prisão perpétua. |
καταδικάζω κπ για κτverbo transitivo (reprovação) (μεταφορικά: ηθικά) |
καταδικάζω κπ σε κτverbo transitivo (figurado, destino) (μεταφορικά) |
χαρακτηρίζω ως ακατάλληλο, χαρακτηρίζω ως επικίνδυνοverbo transitivo (construção: declarar inapto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O prédio foi condenado pela autoridade local. Το κτήριο χαρακτηρίστηκε ως ακατάλληλο από τις τοπικές αρχές. |
καταδικάζωverbo transitivo (jurídico) (νομικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταδικάζωverbo transitivo (moralmente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Com que base a igreja condena este homem? Που βασίζεται η εκκλησία και καταδικάζει αυτόν τον άντρα; |
καταδικάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O juiz sentenciou o condenado a trinta anos de prisão. Ο δικαστής επέβαλε στον κατάδικο ποινή τριακονταετούς φυλάκισης. |
απεχθάνομαι, αποστρέφομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ(για την ενοχή κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χώνω μέσαverbo transitivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταγγέλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O editorial condenou o candidato e defendeu seu oponente. |
καταριέμαιverbo transitivo (εγώ κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles foram condenados pelos deuses. Τους είχαν καταραστεί οι θεοί. |
είμαι καταδικασμένος(εγώ ο ίδιος) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) A criança estava condenada desde o nascimento. Το παιδί ήταν καταδικασμένο απ' τη στιγμή της γέννησής του. |
καταδικάζωverbo transitivo (figurado, ao inferno) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καταδικάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Danny foi condenado por assalto à mão armada. Ο Ντάνυ καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία. |
αποδοκιμάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταδικάζω εκ των προτέρωνverbo transitivo |
καταδικάζωverbo transitivo (κπ/κτ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Um sistema de ensino deficiente condenou as crianças a uma vida de trabalho mal-remunerado. Estamos condenados a continuar cometendo os mesmos erros. Το ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα καταδίκασε τα παιδιά σε μια ζωή χαμηλόμισθης εργασίας. |
περιθωριοποιώ, απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του condenar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του condenar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.