Τι σημαίνει το conducted στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης conducted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conducted στο Αγγλικά.
Η λέξη conducted στο Αγγλικά σημαίνει άγω, μεταφέρω, διευθύνω, διενεργώ, διεξάγω, διευθύνω, διαχειρίζομαι, προεδρεύω, διαγωγή, συμπεριφορά, οδηγώ, μεταφέρω, κώδικας δεοντολογίας, κάνω μια καμπάνια, διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα, διεξάγω δίκη, πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμα, διεξάγω ανάκριση, κάνω δουλειές με κπ, συμπεριφέρομαι, φέρομαι, συμπεριφέρομαι, φέρομαι, διατάραξη της τάξης, ασφαλές πέρασμα, κοινωνική συμπεριφορά, κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω σφυγμομέτρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης conducted
άγω, μεταφέρωtransitive verb (carry, transmit [sth]) (στη φυσική: φέρω, μεταδίδω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wires conduct electricity. Water conducts sound. Το νερό είναι αγωγός του ήχου. |
διευθύνωtransitive verb (musicians: lead) (στη μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He conducted the orchestra. Διεύθυνε την ορχήστρα. |
διενεργώ, διεξάγωtransitive verb (carry out, perform [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The website conducted a survey of car owners. Η ιστοσελίδα διεξήγαγε δημοσκόπηση για ιδιοκτήτες αυτοκινήτων. |
διευθύνω, διαχειρίζομαιtransitive verb (manage, direct) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He conducted his business efficiently. Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά. |
προεδρεύωtransitive verb (meeting: lead) (σε συνεδρίαση κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He conducted the meeting since nobody else wanted to. Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε. |
διαγωγή, συμπεριφοράnoun (behaviour) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Your conduct is not acceptable. Η διαγωγή σου είναι απαράδεκτη. |
οδηγώ, μεταφέρωtransitive verb (formal (bring, guide [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The officer conducted the prisoner to his cell. Ο υπάλληλος οδήγησε τον κρατούμενο στο κελί του. |
κώδικας δεοντολογίαςnoun (official rules) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) He was fired from the company for violating the code of conduct. |
κάνω μια καμπάνιαverbal expression (promote [sth], [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευναverbal expression (perform an investigation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I've been researching for my thesis but I still need to conduct a study to test my hypothoses. |
διεξάγω δίκηverbal expression (hold court proceedings) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We should conduct a trial before we hang him. |
πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμαverbal expression (test [sth] scientifically) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διεξάγω ανάκρισηverbal expression (hold investigation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The committee will conduct an inquiry into the governor's alleged fraud. |
κάνω δουλειές με κπverbal expression (have commercial dealings with [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμπεριφέρομαι, φέρομαιtransitive verb and reflexive pronoun (behave) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please conduct yourself with politeness. |
συμπεριφέρομαι, φέρομαιintransitive verb (behave, act) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please conduct yourself like a gentleman when you're with my daughter. |
διατάραξη της τάξηςnoun (law: rowdy behavior in public) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) He was cautioned for disorderly conduct. |
ασφαλές πέρασμαnoun (journey completed without danger) Various governmental bodies tried to arrange safe passage for refugees from the civil war. |
κοινωνική συμπεριφοράnoun (behaviour in company) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω σφυγμομέτρησηverbal expression (conduct a survey) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rupert took a census of opinion but found no support for his suggestion. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conducted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του conducted
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.