Τι σημαίνει το condition στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης condition στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του condition στο Αγγλικά.
Η λέξη condition στο Αγγλικά σημαίνει κατάσταση, κατάσταση, κατάσταση, προϋπόθεση, πάθηση, συνθήκες, προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω, προπονώ, βάζω κρέμα μαλλιών σε κτ, βάζω κοντίσιονερ σε κτ, δροσίζω, χρόνιο νόσημα, προϋπόθεση εισόδου, ισοτιμία, ισότητα, κρίσιμη κατάσταση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, καρδιοπάθεια, ανθρώπινη φύση, σε φόρμα,καλή κατάσταση, σε καλή κατάσταση, σε καλή κατάσταση, σε άριστη κατάσταση, λειτουργικός, ιατρική κατάσταση, σε άριστη κατάσταση, απαραίτητη προϋπόθεση, δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, δεδομένου ότι, αρχική κατάσταση, αρχική κατάσταση, παθολογική κατάσταση, παθολογική κατάσταση, φυσική κατάσταση, σταθερή κατάσταση, υποκείμενο νόσημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης condition
κατάστασηnoun (state) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This house is in terrible condition. It needs a lot of work. Αυτό το σπίτι βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Χρειάζεται πολλή δουλειά. |
κατάστασηnoun (beings: general state) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Philosophers consider the human condition. Οι φιλόσοφοι εξετάζουν την ανθρώπινη κατάσταση. |
κατάστασηnoun (medicine: health) (υγείας, στην ιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cancer patient is in stable condition. Η κατάσταση του καρκινοπαθούς είναι σταθερή. |
προϋπόθεσηnoun (requirement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I will do it - on one condition. A drug test is a condition of employment here. Θα το κάνω, με μια προϋπόθεση. Μια εξέταση για ναρκωτικά είναι προϋπόθεση για εργασία εδώ. |
πάθησηnoun (illness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He has a heart condition. Πάσχει από καρδιοπάθεια. |
συνθήκεςplural noun (environment) (περιβάλλοντος) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Fishermen work in difficult conditions. Οι ψαράδες εργάζονται υπό δύσκολες συνθήκες. |
προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζωtransitive verb (brainwash, affect behaviour) (ψυχολογικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Politicians are conditioning the people to accept the policy. Οι πολιτικοί προετοιμάζουν τους ανθρώπους να δεχτούν την πολιτική. |
προπονώtransitive verb (body, muscles) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He is conditioning his body for the race. Προετοιμάζει το σώμα του για τον αγώνα. |
βάζω κρέμα μαλλιών σε κτ, βάζω κοντίσιονερ σε κτtransitive verb (hair: apply conditioner) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I always condition my hair after washing. Πάντα βάζω κρέμα μαλλιών μετά το λούσιμο. |
δροσίζωtransitive verb (cool) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wish they would air-condition this hot room. |
χρόνιο νόσημαnoun (long-term illness) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The doctor says that they have medicines to treat chronic conditions. |
προϋπόθεση εισόδουnoun (to a country) (σε χώρα, κράτος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ισοτιμία, ισότηταnoun (equality) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κρίσιμη κατάστασηnoun (medical state: severe) Doctors said he was in a critical condition, due to serious injuries. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (ailment affecting quality of life) Peter is unable to play hockey due to his disabling health condition. |
καρδιοπάθειαnoun (cardiac disorder) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανθρώπινη φύσηnoun (mortality) Life and death are the opposite ends of the human condition. |
σε φόρμα,καλή κατάστασηadjective (person: fit and healthy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You have to be in good condition to run a marathon. |
σε καλή κατάστασηadjective (thing: undamaged, as new) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The camera she bought second-hand on the internet was in good condition. |
σε καλή κατάστασηexpression (object: functioning well) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My grandmother's typewriter is still in good working condition. |
σε άριστη κατάστασηadjective (figurative (looking as good as new) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I only buy things second-hand if they're in mint condition. |
λειτουργικόςexpression (object: functioning) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιατρική κατάστασηnoun (illness, disease, disorder) |
σε άριστη κατάστασηnoun (figurative (pristine state) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When buying second-hand albums, the record shop only accepts mint condition. |
απαραίτητη προϋπόθεσηnoun (prerequisite) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The presence of oxygen is a necessary condition to support human life. |
δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότιconjunction (providing that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll lend you £500, on condition that you pay me back by Monday. |
δεδομένου ότιconjunction (providing that, as long as) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can buy this house on the condition that you sell yours first. |
αρχική κατάστασηnoun (natural or first state) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After the quarry was filled in, the developers had promised to restore the land to its original condition. |
αρχική κατάστασηnoun (quality of being as new) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The book had never been removed from the shrink wrapping, and was in original condition. |
παθολογική κατάστασηnoun (psychological disorder) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παθολογική κατάστασηnoun (disease) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσική κατάστασηnoun (level of fitness and health) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Triathletes have to be in peak physical condition. |
σταθερή κατάστασηnoun (health: not worsening) The gunshot victim is in a stable condition at County Hospital. |
υποκείμενο νόσημαnoun (often plural (chronic health problem: weakens immunity) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του condition στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του condition
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.