Τι σημαίνει το conferir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conferir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conferir στο πορτογαλικά.

Η λέξη conferir στο πορτογαλικά σημαίνει συζητάω κτ με κπ, συζητώ κτ με κπ, απονέμω κτ σε κπ, ελέγχω, ψάχνω, ελέγχω, ελέγχω, δίνω, στέκω, τσεκάρω, ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι, είμαι σε συμφωνία, επαληθεύω, εξουσιοδοτώ, επαληθεύω ότι/πως, δίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conferir

συζητάω κτ με κπ, συζητώ κτ με κπ

verbo transitivo (consultar, discutir)

ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η κυβέρνηση διαβουλεύεται με τους κοινωνικούς φορείς για το ασφαλιστικό.

απονέμω κτ σε κπ

verbo transitivo (τίτλο, βαθμό, αξίωμα κλπ)

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O mecânico vai checar a transmissão.
Ο μηχανικός πρόκειται να ελέγξει το κιβώτιο ταχυτήτων.

ψάχνω

(κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Não encontro minhas chaves." "Você checou os seus bolsos?"
«Δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.» «Έχεις ψάξει στις τσέπες σου;»

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Com que frequência você checa o seu e-mail?
Πόσο συχνά τσεκάρεις τα e-mail σου;

ελέγχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não sei se tranquei a porta. Você pode checar?

δίνω

verbo transitivo (κτ σε κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os óculos conferiam a Brian um ar de sofisticação.
Τα γυαλιά έδιναν στον Μπράιαν ένα σοφιστικέ στυλ.

στέκω

(estar conforme com) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O álibi dele conferia.
Το άλλοθί του επιβεβαιώθηκε.

τσεκάρω

(bagagem) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι σε συμφωνία

(figurado) (με κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Isso bate com o que eu tenho na minha conta.
Αυτό συνάδει με ότι έχω στον λογαριασμό μου.

επαληθεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξουσιοδοτώ

verbo transitivo (ορίζω ως εκπρόσωπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governador delegou um assistente para a conferência.
Ο διευθυντής εξουσιοδότησε έναν βοηθό για τη σύσκεψη.

επαληθεύω ότι/πως

(αν θεωρώ ότι ισχύει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não me lembrei de checar se as janelas estavam fechadas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Παρακαλώ επαληθεύστε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι τουλάχιστον τετρακόσια δολάρια.

δίνω

verbo transitivo (κτ σε κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conferir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.