Τι σημαίνει το confessar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης confessar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του confessar στο πορτογαλικά.

Η λέξη confessar στο πορτογαλικά σημαίνει εξομολογούμαι, ομολογώ, ομολογώ, ομολογώ, ομολογώ κτ σε κπ, εξομολογούμαι, εξομολογούμαι κτ σε κπ, δηλώνω, ανακοινώνω, ομολογώ άνευ πιέσεως, παραδέχομαι ότι, εξομολογούμαι, ομολογώ, παραδέχομαι, παραδέχομαι, μιλάω ανοιχτά για κτ, μολογάω, μολογώ, εξομολογώ, παραδέχομαι, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, ξαλαφρώνω, παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ, παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως, ομολογώ, εξομολογούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης confessar

εξομολογούμαι

verbo transitivo (pecado) (αμαρτίες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A sua consciência vai pesar se não confessar o pecado.
Αν δεν εξομολογηθείς, η συνείδησή σου θα σε βασανίζει.

ομολογώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uma mulher veio até a delegacia de polícia e confessou o assassinato.
Μια γυναίκα ήρθε στο αστυνομικό τμήμα και ομολόγησε τον φόνο.

ομολογώ

(figurado) (ότι/πως έκανα κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim confessou ter feito uma bagunça na cozinha do escritório.
Ο Τζιμ ομολόγησε πως έκανε χάλια την κουζίνα του γραφείου.

ομολογώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele confessou o crime depois de algumas horas de interrogatório.
Ομολόγησε την ενοχή του ύστερα από ώρες ανάκρισης.

ομολογώ κτ σε κπ

verbo transitivo

Dwight confessou sua culpa ao pastor.
Ο Ντουάιτ ομολόγησε την ενοχή του στον πάστορα.

εξομολογούμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary repentinamente sentiu que ela precisava confessar seus pecados.
Η Μαίρη ξαφνικά ένιωσε πως έπρεπε να εξομολογηθεί τις αμαρτίες της.

εξομολογούμαι κτ σε κπ

verbo transitivo

Sophia confessa os pecados dela ao padre frequentemente.
Η Σοφία εξομολογείται συχνά τις αμαρτίες της στον πνευματικό της.

δηλώνω, ανακοινώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ομολογώ άνευ πιέσεως

(admitir culpa sem coação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραδέχομαι ότι

(έκανα κάτι)

εξομολογούμαι

(fazer confissão dos pecados) (Βιβλικό, αρχαΐκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ομολογώ, παραδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu irmão quebrou o abajur favorito da minha mãe e se recusou a confessar.
Ο αδερφός μου έσπασε το αγαπημένο φωτιστικό της μητέρας μου και αρνήθηκε να το παραδεχτεί.

μιλάω ανοιχτά για κτ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μολογάω, μολογώ

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξομολογώ

verbo transitivo (Cristianismo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδέχομαι, ομολογώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O assassino confessou a culpa no tribunal.
Ο δολοφόνος παραδέχτηκε την ενοχή του στο δικαστήριο.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cross admitiu o roubo do dinheiro.
Ο Κρος παραδέχθηκε ότι έκλεψε τα χρήματα.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dave reconheceu estar com ciúmes de seu irmão mais novo.
Ο Ντέιβ είχε παραδεχθεί ότι ζήλευε τον μικρότερό του αδελφό.

ξαλαφρώνω

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu realmente preciso desabafar depois de manter esse segredo por tanto tempo.

παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ

παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομολογώ

verbo pronominal/reflexivo (declarar-se culpado de crime) (έγκλημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A polícia pensa que ela vai declarar-se culpada para evitar o julgamento.
Η αστυνομία ελπίζει πως θα ομολογήσει για να αποφύγει τη δίκη.

εξομολογούμαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του confessar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.